Αχ αυτοί οι άνθρωποι! Τη μία στιγμή παρουσιάζονται μπροστά σου άτρωτοι, δήθεν θαρραλέοι, διατυμπανίζουν πως δε φοβούνται τίποτα, πως μπορούν όλα να τα καταφέρουν, πως δεν υπάρχει κάτι που θα τους φρενάρει ή κάτι που θα του επιτρέψουν να επηρεάσει την ψυχολογία τους, κανένας δε χειρίζεται τα κουμπάκια στο ασανσέρ της διάθεσής τους. Κι ύστερα, ερωτεύονται κι όλα αλλάζουν.

Κάποιοι βάφτισαν τον έρωτα θεό μα εκείνοι που τον ένιωσαν στο πετσί τους, θα σου πουν πως είναι δαίμονας -κι όντως είναι. Κυρίαρχος του παιχνιδιού, αυταρχικός, εγωιστής, κτητικός κι απόλυτος. Για κάθε στιγμή ευτυχίας, θα σου χαρίζει τουλάχιστον άλλον τόσο πόνο μα θα στον παίρνει πάλι πίσω με ένα φιλί και μια αγκαλιά.

Δεν ερωτεύτηκε κανείς χωρίς να υποφέρει έστω λίγο. Αισθήματα ανομολόγητα, σχέσεις ανολοκλήρωτες, έρωτες ανεκπλήρωτοι. Απωθημένα που σου ρουφάνε το οξυγόνο, που όσες κι αν είναι οι παρουσίες, επιμένουν πεισματικά να σου θυμίζουν τις απουσίες.

Μα κι εκείνες οι αγάπες οι ζωντανές, οι ολοκληρωμένες, που ξεκίνησαν με πυροτεχνήματα και κομφετί, έχασαν κάπου στην πορεία τη λάμψη τους. Πλήγωσαν κι αυτές κι οι πρωταγωνιστές τους μη θέλοντας να χάσουν τη μάχη, πονούσαν βουβά.

Κατάπιναν ζήλιες κι ανασφάλειες, έκαναν τραγικούς συμβιβασμούς, αρνήθηκαν να δουν το τέλος και βάφτισαν τη συνήθεια, συναίσθημα. Επέμειναν κι έμειναν όταν όλα τα όμορφα είχαν πια φύγει, όταν τα φιλιά δίνονταν μηχανικά, οι αγκαλιές έγιναν αδελφικές κι οι φωνές κάλυπταν τα δειλά χαμόγελα.

Κι ήρθε το τέλος κι έσπασε την πόρτα να τους ελευθερώσει απ’ το χρυσό κλουβί τους κι είδαν κι εκείνοι πως ο έρωτας ξεκινάει με χρώμα κόκκινο μα σχεδόν πάντα καταλήγει σε μαύρο -κενό και στάχτη.

Κι είναι κι οι άλλοι οι έρωτες, οι παθιασμένοι, οι έντονοι, που τρώνε τη σάρκα, που κόβουν την ανάσα, που διαλύουν κι ενώ φλερτάρουν καθημερινά με τον όλεθρο, εσύ που τους ζεις, αισθάνεσαι αθάνατος.

Εκείνοι δεν περιμένουν κανένα τέλος να τους κρυφοκοιτάξει απ’ τη γωνία, ανοίγουν την πόρτα και φεύγουν μόνοι τους, πολύ πριν την ώρα του. Ραγίζουν ασπίδες, σκίζουν δίχτυα, γκρεμίζουν άμυνες και μέσα στη βαβούρα τους δε σε αφήνουν να αποφασίσεις αν αισθάνεσαι πόνο ή ευτυχία.

Φεύγουν οριστικά, λένε κι ύστερα από λίγο γυρίζουν πάλι. Γυρίζουν και δυο στιγμές αργότερα, χάνονται. Δεν τους χορταίνεις, αίσθημα περαστικό, έρωτας-τυφώνας. Και κάποια στιγμή κουράζεσαι να αφήνεις τον αέρα να καθορίζει την πορεία σου και βάζεις λουκέτο και κλειδώνεις τα παράθυρα και βάζεις κάτω και τις στιγμές και τις μετράς.

Βρίσκεις και κάτι τρύπες πάνω σου απ’ τα πολλά άνοιξε-κλείσε. Μπαζώνεις το κενό, χτίζεις πιο ψηλό τείχος αυτή τη φορά. Πονάει η σάρκα σου, λείπουν κομμάτια της. Θα τα κλείσεις μα θα σου πάρει καιρό.

Τέλειωσαν οι αγάπες για σένα, μάλωσες με τον έρωτα, είναι αχάριστος, δε βγάζεις άκρη μαζί του, δεν τον χρειάζεσαι στη ζωή σου. Σου αρκεί η γνωριμία σας ως τώρα, έχεις σημάδια να στον θυμίζουν, λίγος καιρός πάει εξάλλου από τότε που έβγαλες τα τσιρότα, δε θες νέα τραύματα.

Κι ενώ αισθάνεσαι πια ασφαλής μέσα στην καινούργια σου πανοπλία, έρχεται ένα ζευγάρι μάτια να σε αποσυντονίσει. Μαγνητίζει τα δικά σου, βάζεις μαύρα γυαλιά να μην τα βλέπεις μα αυτά εξακολουθούν να σε κοιτάνε επίμονα. Σκάνε ένα χαμόγελο κι η πανοπλία σου ξαφνικά χαλαρώνει, για έναν περίεργο λόγο δεν τρομάζεις.

Είσαι και πάλι ανασφαλής, δε σε προστατεύει τίποτα, οι άμυνες έπεσαν, τα τείχη γκρεμίστηκαν. Ο έρωτας σε διάλεξε πάλι και ξέρεις πως δε δέχεται το «όχι» ως απάντηση. Το αποφάσισες, θα του παραδοθείς κι ας σε τσακίσει όσο θέλει κι αυτή τη φορά. Επιβίωσες απ’ την προηγούμενη, στέγνωσαν τα δάκρυα, επουλώθηκαν τα τραύματα, χαμογελάς πια αναλογίζοντας τα παλιά σου δράματα, πόσο χειρότερα μπορεί να είναι;

Η ζωή δε σταματάει σε κανέναν έρωτα. Κι αν πήραν κομμάτια μας, θέλαμε και τους τα χαρίσαμε, δε μας τα κλέψανε. Κι αν μας άδειασαν, ε όλο και κάτι πήραμε κι εμείς από αυτούς. Άλλωστε όταν μιλάμε για συναίσθημα, μόνο ένας τρόπος υπάρχει να γεμίσεις τα κενά, να μοιραστείς ξανά!

Για κάθε έρωτα που τελειώνει με καταστροφή και κλάματα, ένας νέος περιμένει στη γωνία, με χαχανητά και σφικτές αγκαλιές. Για κάθε άνθρωπο που φεύγει, κάποιος άλλος έρχεται κι ίσως τα δικά του κομμάτια του παζλ, κολλήσουν καλύτερα με τα δικά μας. Για κάθε τέλος καταφτάνει μια νέα ανεκμετάλλευτη αρχή.

Στην τελευταία σου ανέλπιδη κίνηση, πας να κλείσεις πορτοπαράθυρα μα ο ξαφνικός αέρας στα ανοίγει διάπλατα, δε βαριέσαι, μάταιος κόπος, ανασαίνεις ξανά. Ερωτεύεσαι κι αλήθεια, πόσο σου είχε λείψει αυτή η άγνοια φόβου;

Κανείς δε γλίτωσε απ’ τον έρωτα, κανείς δεν τα βάζει με τους δαίμονες.

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη