Το βράδυ της 13ης Φεβρουαρίου τους βρήκε –όπως πολλά προηγούμενα– στο κρεβάτι πλάτη με πλάτη, μαγκωμένους και σιωπηλούς. Τα μάτια φλύαρα μα τα χείλη σφραγισμένα. Τα μυαλά γεμάτα ερωτηματικά κι οι καρδιές περίεργα ανήσυχες. Κάποιες νύχτες δεν μπορούσαν να κοιμηθούν, τα πάντα τους έπνιγαν, όλα γύρω τους ενοχλούσαν, τα πράγματά της στο κομοδίνο, οι κάλτσες του στο πάτωμα, τα πόδια του που ήταν κρύα, το πάπλωμα που το ήθελε όλο δικό της.

«Μια μέρα θα τα παρατήσω όλα και θα φύγω, θα ψάξω να βρω τον έρωτα» το είχαν πει κι οι δύο –στον εαυτό τους μόνο φυσικά– μα κανείς δεν έκανε βήμα. Και πού να πάνε; Πάλι εκεί θα γύριζαν, ήταν ζεστά, ήταν οικεία, είχαν συνηθίσει κι ο κόσμος εκεί έξω είναι πολύ σκληρός για να τον αντέξεις μόνος.

Ξημέρωνε 14η Φλεβάρη, η γιορτή των ερωτευμένων -ή ειλικρινέστερα των ανθοπωλείων και των ζαχαροπλαστείων. Θα φρόντιζαν να διαφημίσουν την ευτυχία τους με φωτογραφικά στιγμιότυπα και δηλώσεις παντοτινής αγάπης. Θα αντάλλαζαν δώρα, θα φόραγαν τα καλά τους μαζί με το πιο λαμπερό τους χαμόγελο, θα έτρωγαν σε κάποιο ακριβό εστιατόριο ή θα μαγείρευαν στο σπίτι με αναμμένα κεριά κι απαλή μουσική. Ύστερα θα ίδρωναν μαζί στα φρεσκοπλυμένα τους σεντόνια κι όταν τελείωναν, θα κουλουριάζονταν αγκαλιά και θα ρύθμιζαν το ξυπνητήρι για το επόμενο πρωί -αυτό που θα τους επέστρεφε στην πραγματικότητά τους.

Την τίμησαν τη μέρα, την έβαψαν κόκκινη, τη στόλισαν με χρυσόσκονη και τη χάρηκαν όπως της άρμοζε, σαν πυροτέχνημα. Πυροτέχνημα που έσκασε και στο φευγιό του σκόρπισε και πάλι αμφιβολία, απογοήτευση, θυμό, συνήθεια και συμβιβασμό. Το βράδυ τους βρήκε πάλι πλάτη με πλάτη, να σκέφτονται τη μεγάλη φυγή ή τη μεγάλη μέρα, που θα ανέβουν τα σκαλιά της εκκλησίας. Καθησύχαζαν τον εαυτό τους πως ο έρωτας πάντα φεύγει, πως το πάθος κρατάει για λίγο, πως είναι μια χαρά κι υπενθύμιζαν στο ανήσυχο τερατάκι μέσα τους πως εκεί έξω τα πράγματα είναι πιο άγρια αν είσαι μόνος.

Έτσι είναι οι έρωτες σήμερα∙ δειλοί, χλιαροί και συμβιβασμένοι, βρομάνε συνήθεια και μιζέρια. Δεν είναι έρωτες πια, μάλλον περισσότερο συμβάσεις αορίστου χρόνου. Με κανόνες, όρκους και deadlines.

Μα ο έρωτας δε γιορτάζει κάποια μέρα του Φλεβάρη. Δε ζει σε ημερολόγια και δεν αναπνέει μέσα σε στημένες επετείους. Δε χαμογελάει με μπουκέτα λουλουδιών, λούτρινα ζωάκια και σοκολάτες σε σχήμα καρδιάς. Δε γουστάρει το τυποποιημένο, δε συμπαθεί το συμβατικό.

Ο έρωτας είναι αυθεντικός, αυθόρμητος, συναίσθημα αναρχικό, δεν μπαίνει σε καλούπια, δεν ακολουθεί την πεπατημένη. Αιφνιδιάζει κι αποσυντονίζει, ρισκάρει, κάνει βουτιά από ψηλά και, πριν σπάσει τα μούτρα του, απολαμβάνει τη θέα. Τρέφεται απ’ το απρόβλεπτο, ψοφάει για ένταση, φιλιά που σκίζουν χείλη, αγκαλιές που περισσότερο θυμίζουν απειλή βόα.

Ο έρωτας πανηγυρίζει στα μικρά και στα αδιάφορα, τα καθημερινά κι απρογραμμάτιστα. Στις εκδρομές της τελευταία στιγμής και τα παθιασμένα φιλιά στη μέση του δρόμου. Θα τον δεις να καμαρώνει σε όλα εκείνα τα «σ’ αγαπώ» που δεν ακούγονται με αυτά τα έξι γράμματα και να στραβώνει σε όλα εκείνα τα τυπωμένα σε αρκουδάκια, κούπες και μαξιλάρια.

Λάμπει σε κάθε «Ντύσου καλά, έχει κρύο σήμερα.», «Έφαγες τίποτα όλη μέρα;», «Κρύωσες, να σου κάνω μια σούπα;», «Πάρε με τηλέφωνο όταν φτάσεις.», «Να προσέχεις!», «Όλα θα πάνε καλά!», «Είμαι εγώ εδώ ό,τι κι αν γίνει…», «Μαζί θα το περάσουμε κι αυτό».

Ο «κόκκινος» έρωτας -που κανείς δεν τον ρώτησε ποτέ αν προτιμάει άλλο χρώμα κι αν ήθελε κάτι λιγότερο φαντεζί- δεν πολυαντέχει τη βαβούρα, δε γουστάρει τα φώτα και την προβολή, είναι μάλλον συναίσθημα ντροπαλό.

Ο έρωτας, λοιπόν, είναι στα σίγουρα γιορτή, όχι όμως στημένη κοινωνική εκδήλωση από κείνες που σε καλούν και ψάχνεις τρόπο να αποφύγεις. Δεν είναι υπενθύμιση στο κινητό κι υποσημείωση στην ατζέντα, αλλά ξέφρενο πάρτι της τελευταία στιγμής, από αυτά που πηγαίνεις με τζιν και χορεύεις ξυπόλητος κι όχι απ’ τα άλλα που κοιτάς συνεχώς το ρολόι, με σιδερωμένα ρούχα και ψηλοτάκουνα.

Κι όσο κι αν λάμψει το πρόσωπό σου για το τριαντάφυλλο που σου έφερε -κι ας έκραζε πάντα τα ρομάντζα- , όσο κι αν χαμογελάσεις για το γλυκό που σου έφτιαξε -κι ας ήταν ανέκαθεν τσακωμένη με την κουζίνα-, δε συγκρίνεται ο ενθουσιασμός σου αν το ημερολόγιο δεν έδειχνε 14 Φλεβάρη, μέρα γενεθλίων, επετείου ή γιορτής. Λιώνουμε με ό,τι μικρό ή μεγάλο κάνει ο άνθρωπός μας στην προσπάθειά του να φωτίσει τα σκοτάδια μας και να μας κάνει να χαμογελάσουμε τις πιο μουντές μας μέρες.

Κι είναι αλήθεια μίζερο και λυπηρό να πηγαίνεις κόντρα στον έρωτα, ακόμα και στην πιο στημένη του μορφή, είναι κρίμα να επιτρέπεις στον ρεαλισμό να ξεθωριάσει κάθε σπίθα μαγείας που μας απέμεινε, είναι όμως ακόμη πιο απαισιόδοξο να γιορτάζεις τον έρωτα μόνο μία μέρα τον χρόνο.

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη