Γεμάτα βαγόνια του μετρό, μάχες για τις ελάχιστες κενές θέσεις στα λεωφορεία, κεντρικοί δρόμοι-εφιάλτες για τους αγοραφοβικούς, ουρές σε ταμεία καταστημάτων, ασφυκτικά ασανσέρ, ηλεκτρικές σκάλες κι ηλεκτρισμένα βλέμματα. Μουδιασμένες σκέψεις κολλημένες σε κινούμενα σώματα. Αυτοκίνητα που προσπερνιούνται, φώτα που αναβοσβήνουν, άνθρωποι μπροστά και πίσω από ανθρώπους. Άνθρωποι δίπλα σε ανθρώπους; Αέναα κυνηγητά, φαντάσματα απωθημένων και πραγματικότητες, μπλεγμένα τόσο περίτεχνα που μετά βίας τα διαχωρίζεις.

Οι πόλεις ξυπνούν νωρίς, πολύ νωρίς, για να τα προλάβουν όλα και κάπως έτσι, μες στη φούρια, τα χάνουν στη διαδρομή. Πιεστικά ξυπνητήρια και βλέφαρα που ανοίγουν με δυσκολία και λίγη ελπίδα, κάπου στη γωνία, σε ένα μείγμα τσίμπλας και φόβου που τα κρατάει μισάνοιχτα. Βιάζονται πολύ μα και πάλι δεν έχουν χρόνο για να χαζέψουν την ανατολή, συχνά ούτε καν να απολαύσουν τον καφέ τους. Χάρτινα ποτήρια και γρήγορα βήματα στο δρόμο για τον προορισμό, το ταξίδι έγινε πολυτέλεια. Μηχανικές κινήσεις, αυτοματοποιημένες συμπεριφορές, αυθορμητισμός στο γύψο.

Οι πόλεις φωνάζουν ζωή, μα εκείνη με τη σειρά της φωνάζει πως την παρεξήγησαν, της χρέωσαν κάτι που δεν είναι και ποτέ δε θέλησε να γίνει, κάτι που την έκαναν άλλοι από ανασφάλεια ή ευκολία, για μια δήθεν άνεση που γύρισε μπούμερανγκ. Αγκάλιασαν το ημίμετρο, γιατί αν κυνηγούσαν το απόλυτο και στην πορεία το έχαναν θα πονούσε περισσότερο, πίστεψαν. Κι έτσι, συμβιβάστηκαν με κοφτά χαμόγελα, ασφαλείς κι ελεγχόμενοι κάπου στη μέση, μακριά από ρίσκα και κινδύνους, μακριά απ’ την αληθινή ζωή.

Και κάπου μες στο γκρίζο, που κάποιοι βάφτισαν καθημερινότητα και την όρισαν αυθαίρετα μονότονη κι άχρωμη, σκάει λίγο ροζ και πορτοκαλί, λίγο μοβ και λίγο κόκκινο, ένα ηλιοβασίλεμα σαν υπενθύμιση πως τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα, δύο ταυτόχρονα χαμόγελα, δύο επίμονα μαγνητισμένα βλέμματα, μια καλημέρα που ακούστηκε από δύο στόματα, δύο χέρια που πλησίασαν διστακτικά μα κάπως σίγουρα το ένα το άλλο για μια χειραψία φλύαρη που υποσχόταν πολλά.

Οι άνθρωποι ερωτεύονται∙ κι αυτή η φράση ακολουθείται πάντα από έναν αναστεναγμό ανακούφισης, από ένα μειδίαμα αισιοδοξίας, από κουράγιο και πίστη πως τα ομορφότερα δεν τα ζήσαμε ακόμα και πως μας περιμένουν σε μια γωνιά, ανυπόμονα κι ανήσυχα, όπως ακριβώς τα προσδοκάμε κι εμείς. Όσα ποθήσαμε είναι μονάχα λίγα βήματα μακριά.

Οι πόλεις εκπέμπουν έναν κινηματογραφικό ερωτισμό κι αυτός είναι ο μόνος που σπάει τη σαπίλα τους, τόσο άνετα κι αβίαστα, σχεδόν γελώντας μαζί μας. Ένα φιλί στη μέση ενός πολυσύχναστου δρόμου σε ώρα αιχμής μιας μουντής ημέρας αρκεί για να μετατρέψει το σκηνικό σε αυγουστιάτικη λιακάδα κυκλαδίτικου νησιού. Έτσι απλά.

Η αγάπη είναι η χρυσόσκονη στο μαύρο μας κι η αλήθεια είναι πως πάνω σε άλλο φόντο, πιο χρωματιστό, ίσως να μην έκανε τόση αντίθεση, ίσως να της πηγαίνει το σκοτάδι, να δείχνει πιο καθαρά τις δικές της αποχρώσεις, τη δική της δυναμική.

Εξάλλου, κι ο πόνος ταιριάζει στον έρωτα -ως ένα βαθμό. Ως εκεί που γίνεται φίλτρο για να συνειδητοποιείς πόσο κι αν αξίζει, για να διαχωρίζεις εγωισμούς από συναισθήματα κι αγάπες από συνήθειες, ως εκεί που πονάς γιατί μπορείς μα δε θες αλλιώς, γιατί χρειάζεσαι το πρόσωπο κι όχι απλώς έναν τυχαίο πομπό για να αισθανθείς, γιατί όλα έχουν νόημα σε εκείνο το «μαζί» και τίποτα στο «χώρια».

Κι όσο οι πόλεις ερωτεύονται, τα νησιά κι οι εξοχές δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν.  Γιατί ο έρωτας γεννιέται μες στο χάος κι αυτή είναι η πιο ατόφια εκδοχή του. Δημιουργείται μες στο χαμό και γίνεται επανάσταση, αγώνας χωρίς ημίχρονο.

Σκάλες που κάποιος τις ανεβαίνει και κάποιος άλλος τις κατεβαίνει και κάτι αόριστο που απαιτεί να τους ανεβάσει μαζί. Αμήχανα χαμόγελα που δεν έχουν άλλη επιλογή απ’ το να εκδηλωθούν. Βλέμματα βεγγαλικά που ανταλλάσσουν διαλόγους με τα μάτια κι ας βρίσκονται σε απέναντι αποβάθρες. Τυχαία αγγίγματα που ζητούν πεισματικά συνειδητή συνέχεια. Άνθρωποι που μοιράζονται διπλανές θέσεις στο μετρό κι αντιλαμβάνονται πως έχουν πολλά περισσότερα να μοιραστούν.

Ο φόβος μας παιδεύει συχνά γιατί δεν μπαίνει εύκολα σε κουτάκια, δεν προσδιορίζεται και δεν ελέγχεται, δεν μπορείς να προβλέψεις πώς θα αντιδράσει και σε τι θα μεταμορφωθεί. Κάποιες φορές γίνεται δειλία που μας φορά μια θηλιά τρόπαιό του στο λαιμό. Κινεί τα νήματα κι εμείς πιστές μαριονέτες, κάνουμε ό,τι μας πει -ή μάλλον δεν κάνουμε όσα θεωρούμε πως ίσως τον ξεβολέψουν∙ τόσο καλοί μαθητές, τόσο υπάκουα παιδιά, μας καταπίνουμε μήπως κι ακούσουμε ένα μπράβο του ή απλώς γλυτώσουμε τις κατσάδες.

Κι άλλες φορές (ευτυχώς υπάρχουν κι αυτές) ο φόβος φοβάται ακόμα κι ο ίδιος την ύπαρξή του και γίνεται αντίδραση, ηλεκτροσόκ, παρόρμηση. Και κάπως έτσι μας ξυπνά, μας ενεργοποιεί, μας αλλάζει, μας κάνει τολμηρούς, θαρραλέους, δυνατούς, μας κάνει άλλους∙ εκείνους τους μικρούς ήρωες με τις χρωματιστές κάπες που φοράμε κάτω απ’ τις μαθητικές ποδιές μας και τρέμουμε μη φανούν και τιμωρηθούμε με σήκωμά μας στον πίνακα ή ακόμη χειρότερα με χτυπήματα του χάρακα, που εμείς οι ίδιοι θα προσφέραμε για συμμόρφωση στον εαυτό μας.

Στον έρωτα, πιο συχνά, ο φόβος γίνεται κίνητρο. Σου δείχνει πόσα πολλά μπορείς να χάσεις αν δεν προσπαθήσεις, αν δε ρισκάρεις, αν δε δοκιμάσεις. Σε ανεβάζει στα ψηλά και σου δείχνει όλα αυτά που μπορείς να κάνεις δικά σου. Κι έπειτα, σε αφήνει να επιλέξεις: Θα τα χαζέψεις από μακριά (όσο θα βλέπεις άλλους να τα κατακτούν) ή θα τα διεκδικήσεις;

Ο κίνδυνος να μην ξαναδείς κάποιον ποτέ (κάποιον για σένα ως εκείνη τη στιγμή ασήμαντο μα όχι πια αδιάφορο, με τη δυναμική κάποιου ξεχωριστού), το ρίσκο να τον χάσεις μες στη βοή της πόλης, στα φώτα και τη θολούρα της –δίνοντας μόνο με την ελπίδα ένα αόριστο ραντεβού– τον κάνει αυτομάτως πιο ποθητό, πιο ελκυστικό, πιο αναγκαίο.

Οι μεγαλουπόλεις υποτιμούν πολλά, μα ακόμα αναγνωρίζουν τον έρωτα ως ζήτημα επείγον. Αν τον αφήσεις να περάσει από δίπλα σου και δεν κάνεις κάτι (ή και τα πάντα) για να τον κρατήσεις, ίσως να μην ξαναφανεί κάπου στη διαδρομή σου κι ίσως πάλι σε τιμωρήσει για τη δειλία σου με τραγική αργοπορία.  Ίσως μαζί με έναν άνθρωπο –που κάτι πάνω του ή μέσα σου σε έπεισε πως είναι αλλιώς– χάσεις και μια αγάπη, μια σπουδαία ιστορία, ίσως ένα αδιάφορο επεισόδιο ή μια χλιαρή ταινία μικρού μήκους, ίσως απλώς ένα επώδυνο μάθημα, μα μία είναι η βεβαιότητα: θα χάσεις!

Κι όσο οι άνθρωποι θέλουν να κερδίζουν, θα φλερτάρουν, θα ερωτεύονται, θα χωρίζουν, θα πληγώνονται, θα μαθαίνουν, θα ζουν! Κι οι πόλεις θα φωνάζουν έρωτα όσο υπάρχουν εκείνοι που τις ακούν κάτι βράδια με τις μπαλκονόπορτες και τις επιθυμίες ανοιχτές…

 

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη