Φόβος∙ πραγματικός ή οφθαλμαπάτη; Μήπως άλλοθι; Κάποιες φορές, ξέρεις, είναι εφησυχαστικό να φοβάσαι – ή ακόμα και να προσποιείσαι πως φοβάσαι. Κρατάς αποστάσεις, διασφαλίζεις την όποια κυριαρχία σου, δε ρισκάρεις, δε διακινδυνεύεις. Φοβάσαι∙ κι αυτό αρκεί για να μην κάνεις τίποτα άλλο.

Κοτσάρεις τον φόβο μπροστά σε κάθε πρόκληση, σαν ταυτότητα σερίφη σε αμερικάνικη ταινία και παίρνεις ελεύθερη είσοδο. Μόνο που δεν είναι ιδιαιτέρως πιθανό να βρεθείς σε σκηνικό δολοφονίας ή καμιά σπουδαία διάρρηξη τράπεζας, οτιδήποτε τέλος πάντων ικανό να ανεβάσει λιγάκι τους σφυγμούς, να τεντώσει τα μάτια ή να γαργαλήσει γλυκά τα άκρα. Λειτουργεί σαν free pass σε βαρετές συγκεντρώσεις, γραφεία ισογείου κάποιας δημόσιας υπηρεσίας και γεμάτα άχρωμα καφέ, που τα τραπέζια τους σερβίρουν διαρκώς ιστορίες για μαγειρικές συνταγές, απαιτητικά αφεντικά κι αντιπαθείς συναδέλφους. Τι συναρπαστικό να συμβεί σε αυτά κι από τι να σε προφυλάξει;

Ασπίδα ο φόβος, δικαιολογία σαν κι αυτές που λέγαμε μικρά όταν θέλαμε να αποφύγουμε κάποιον ή κάτι: «Δε μ’ αφήνει η μαμά μου» – κι ας μην τη ρωτήσαμε ποτέ. Τάχα μου, δε μας αφήνει ο φόβος να προσπαθήσουμε, να ταξιδέψουμε, να αντιδράσουμε, ενίοτε απλώς να εκφραστούμε.

Φοβόμαστε, ιδού το έγκλημά μας, είμαστε δειλοί -μα ασφαλείς, κι αυτό είναι κάτι που λυπηρά μας ανακουφίζει κάπου κάπου. Κι οι άλλοι; Αν, όπως λένε, μας αγαπούν ή έστω μας συμπάσχουν, πρέπει να καταλάβουν. Ενσυναίσθηση το λένε και το απαιτούμε. Δεν είναι ότι δε θέλουμε το κάτι παραπάνω, αλλά πρέπει να καταλάβουν και να δεχτούν τα όριά μας. Δεν μπορούμε, βρε αδελφέ, δεν το αντέχει η ψυχούλα μας. Είναι βολικά εδώ, ήσυχα, γνώριμα, μας ξέρουν, τους ξέρουμε, πού να τρέχουμε; Κι οι πιθανότητες, σπάνια είναι με ‘μας. Είναι να προκαλούμε τώρα έτσι αυθάδικα την τύχη μας;

Ύστερα, πετάμε και κάτι σοφίες τύπου «δεν είναι όλοι για όλα» κι αν δεν υπήρχαμε εμείς οι φοβισμένοι, πώς θα λογάριαζαν εσάς για θαρραλέους; Κάποιος πρέπει να μένει όταν όλοι φεύγουν. Κρίκοι της ίδιας αλυσίδας είμαστε όλοι κι ίσως κάποτε να σπάσουμε το κρικάκι μας ή έστω να πάμε σε κάτι πιο ελαστικό. Ένα σκοινάκι∙ ναι, δεν είναι κακή αρχή. Η αλυσίδα ας γίνει κόμπος. Ασφαλής κι αυτός, κάπου να δένει το σκοινί, κάποια γερή άκρη να το βαστάει.

Πού ξέρεις; Κάποτε μπορεί να θελήσουμε να τον λύσουμε ή και να τον σπάσουμε. Αν οι καιροί, κι οι συνθήκες, κι οι άλλοι, κι εμείς το επιτρέψουμε. Αν έρθει η κατάλληλη ώρα -σπουδαίο πράγμα το timing κι αρετή η υπομονή. Αν τα καταφέρουμε, αν τελικά προσπαθήσουμε, αν τελικά το επιθυμήσουμε κι αν ακόμα τολμήσουμε να το σκεφτούμε.

Αναβλητικότητα. Αγκαλιασμένη με το Φόβο. Ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά. Παντρεύτηκαν γρήγορα, σεμνά και ταπεινά, κατά τους τύπους και δεν άργησαν να αποκτήσουν κι απογόνους. Έναν συγκεκριμένα, κορίτσι∙ και την είπαν Αδράνεια.

Όχι ιδιαίτερα κοινωνική η αδράνεια. Στάσιμη, σταθερή, ακίνητη, σοβαρή. Αντιστέκεται σε καθετί νέο. Ήσυχο παιδί, δεν προκαλεί, αλλά αν κάτι μισεί είναι οι αλλαγές. Προσπαθεί να τις κρατήσει μακριά∙ αδύναμη, όμως, το πολύ-πολύ να τις καθυστερήσει. Γιατί οι αλλαγές πάντα θα έρχονται απρόσκλητες και θα χτυπούν πιεστικά τα κουδούνια μέχρι να τους ανοίξεις κι ύστερα θα στρογγυλοκάθονται στον καναπέ και θα τσιμπολογάνε από αυτά που είχες γεμίσει το τραπέζι για να ταΐσεις τον φόβο σου. Ίσως τον αφήσουν νηστικό, αν δεν έχεις προλάβει να ανανεώσεις τις προμήθειες ή πήρες επιτέλους την απόφαση να του ξεκινήσεις δίαιτα∙ είχε γίνει πολύ βαρύς για να τον κουβαλάς. Κι όσο εκείνος ήταν στον όγκο, οι επιθυμίες όλο κι αδυνάτιζαν. Μα είχες πειστεί πως όσο πιο αδύνατες τόσο πιο ωραίες, απόμακρες, ανέγγιχτες.

Γιατί τις περισσότερες φορές θες απλά κάτι να φοβάσαι, γιατί όσο αστείο κι αν ακούγεται ο φόβος είναι ασφάλεια, είναι το αποκούμπι, σαν τα χρήματα που θα μπορούσες να κάνεις εισιτήρια για ‘κείνο το ταξίδι που ονειρεύεσαι, μα τα κρατάς στην άκρη για μια ώρα ανάγκης – κι ας μην υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη απ’ την ανάσα σου.

Φοβόμαστε, γιατί είναι πιο εύκολα τα πράγματα όταν τα κοιτάμε από μακριά. Όπως εκείνο το ζευγάρι παπουτσιών που έμοιαζε πιο όμορφο και βολικό στη βιτρίνα, αλλά δε φτιάχτηκε για εκεί. Δημιουργήθηκε για να περπατήσει χιλιόμετρα, να κουβαλήσει ζωή, να γνωρίσει τόπους, να αφήσει χνάρια σε βρεγμένο χώμα, να μπει σε σπίτια αγαπημένων. Κι αν φθαρεί απ’ την πολυχρησία, κρυφά θα καμαρώνει, κάτι θα ‘κανε καλά.

Ψευδαίσθηση ο φόβος, χορτασμένος, βαριεστημένος μεσήλικας, καμώνεται τον νταή και κλειδώνεται σε μικρά σκοτεινά δωμάτια. Τρέμει να αφήσει την πόρτα ανοιχτή, όχι για να μην μπει κανείς, αλλά για να μη βγει εκείνος. Και περιμένει καρτερικά, σχεδόν παραδομένα, σε κάτι μεγαλύτερο από εκείνον, σε κάτι ενεργητικό κι ίσως και λίγο θρασύ, να σπάσει την πόρτα, να πετάξει έξω τον νοικάρη, ν’ ανοίξουν τα παράθυρα και να μπει λίγο φως. Επιθυμία τη λένε κι είναι ίσως το μόνο αντίδοτό του. Την καψουρεύτηκε κάποτε και κακό του κεφαλιού του, δεν την παντρεύτηκε ποτέ.

 

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη