Ως άνθρωπος έχω αρκετές φοβίες. Κάποιες τις ξεπέρασα με τα χρόνια και τον καιρό, κάποιες με εσωτερικό ψάξιμο, κάποιες υπάρχουν ακόμα και παλεύω μαζί τους.

Αλλά μία είναι η πιο ενοχλητική και ανίκητη.

Η μεγαλύτερη απ’όλες. Να μη γίνω αυτό που τρέμω, αυτό που κοροιδεύω. Η γυναίκα που λυπάμαι και οικτίρω. Η γυναίκα που ντροπιάζει το φύλο μας.

Η γυναίκα που με την πάροδο των χρόνων ξεχνάει τις ιδέες της, τη φύση της. Χάνει τον εαυτό της, το σκοπό της.
Βουλιάζει σε μια σχέση, σ’ ένα γάμο, σε μια δουλειά.

Η γυναίκα που για να μη μείνει μόνη, μένει σε μια πεθαμένη σχέση.
Που συγχωρεί «κέρατα» κι απάτες, και στρέφει το βλέμμα στις αυταπάτες. Τα σπρώχνει όλα κάτω απ’το χαλί και καθάρισε.
Ωρύεται ότι το κάνει για τα παιδιά της ή ότι δε γίνεται αλλιώς.
Η λέξη αξιοπρέπεια δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό της.

Μια μικρή παρένθεση εδώ, επειδή πολλά έχουμε καταλογίσει στους άνδρες, υποστηρίζω με πάθος πως αν όλες μα όλες οι γυναίκες σταματούσαμε να συγχωρούμε τα «κέρατα»και τις απάτες, σταματούσαμε να υπομένουμε στωικά κάθε αθώο, ανδρικό ψεματάκι, σταματούσαμε να μοιράζουμε ευκαιρίες λες και είναι φιστίκια, τώρα δε θα είχε βρομίσει ο τόπος από ανώριμα αγοράκια που αγνοούν τις λέξεις σοβαρότητα, ντομπροσύνη, ανδρισμός. Δε φταίνε για όλα αυτοί. Ας μοιράσουμε δίκαια τις ευθύνες. Κλείνει η παρένθεση, επιστροφή στη φοβία.

Τρέμω τη γυναίκα του καναπέ και της τηλεόρασης. Η ζωή της είναι η ζωή των ηρώων του καθημερινού σίριαλ. Αναπνέει μαζί τους, ερωτεύεται μαζί τους, κοιμάται μαζί τους. Αν δεν υπήρχαν αυτοί μάλλον δε θα υπήρχε και κανένα νόημα στη ζωούλα της.

Η γυναίκα που τριγυρίζει ανάμεσά μας και κλαψουρίζει και γκρινιάζει για την άδικη ζωή που της τα έφερε όλα όπως δεν τα περίμενε.
Ό, τι δε σου αρέσει άλλαξέ το, φύγε απο’κει, δεν είσαι δέντρο γλυκιά μου. Άσε τα «δεν μπορώ» και επικεντρώσου στα «θέλω». Φτάνει με τις καραμέλες.

Η γυναίκα που πνίγεται στις ανασφάλειές της. Που γυρνάει το κεφάλι για να δει αν την κοιτάνε και στο κούτελο γράφει «απελπιστικά διαθέσιμη». Φλερτάρει με οτιδήποτε έχει πουλί, από πέντε ως ενενήντα πέντε ετών.

Η γυναίκα που νομίζει πως είναι άντρας. Που έχει πετάξει τη θηλυκότητά της στα σκουπίδια και έχει μπερδέψει τα πάντα μέσα στο κεφαλάκι της. Τους άντρες, τα φύλα, το δυναμισμό, το φεμινισμό.
Ίσοι είμαστε, όχι ίδιοι.

Η γυναίκα που υποτιμάει τους πάντες και θαρρεί πως η πουτανιά περνάει παντού, σε άντρες, γυναίκες, παιδιά, σκυλιά.
Αυτή που αγαπά τα πορτοφόλια των άλλων.
Η γυναίκα που αντί για μυαλό έχει άχυρα στο κρανίο και χάφτει ότι της σερβίρουν.

Η μάνα που μεγαλώνει γιους παιδοβούβαλα και κόρες γυναικούλες.
Οι γιοι στα σαράντα τους μένουν ακόμα στο πατρικό σπίτι και οι κόρες προσπαθούν απ’τα δεκαοκτώ να τυλίξουν το κελεπούρι.

Όσο μακρύς είναι ο κατάλογος άλλο τόσο εύκολο είναι να μη μοιάσουμε σ’αυτές τις γυναίκες.

Η μεγάλη Σιμόν ντε Μποβουάρ είχε πει: «Δε γεννιόμαστε γυναίκες. Γινόμαστε γυναίκες ».

Ας προσπαθήσουμε να γίνουμε αυτές που θα αποπνέουν θαυμασμό.

 

Συντάκτης: Γεωργία Χατζηγεωργίου