Με κοιτάζεις με τα φρύδια σουφρωμένα, τα χείλη σου μία ευθεία, σφιγμένη γραμμή και το βλέμμα σου, αν μπορούσε, θα πετούσε σπίθες. Είσαι στα πιο θυμωμένα σου. Σε ρωτάω τι συμβαίνει, τι είπα και σε χάλασε, τι σε τάραξε. Κουνάς το κεφάλι εκνευρισμένα σε αγανάκτηση και γυρνάς την πλάτη προς την πόρτα. Δε θέλεις να το αντιμετωπίσεις ή νιώθεις ότι δεν μπορείς, ότι θα πεις πράγματα που θα μετανιώσεις, ότι δεν μπορείς να σ’ ελέγξεις αυτήν τη στιγμή. Και το εκτιμώ. Αληθινά, το εκτιμώ όσο δε φαντάζεσαι που έχεις αυτοέλεγχο, ψυχραιμία και υπομονή μαζί μου, που προτιμάς να βάλεις τον εγωισμό σου κάτω κι αντί να ξεσπάσεις και να τα βγάλεις από μέσα σου, επιλέγεις να φύγεις για λίγο και να πάρεις τον χρόνο σου.

Όμως, λατρεία μου, κάθε που φεύγεις, απλώς ηρεμείς. Ηρεμούν τα νεύρα, η ένταση, ο θυμός ξεχνιέται κι αφήνεται να γίνει παρελθόν, ο εκνευρισμός ανάμνηση πια. Κι αυτό είναι κακό. Είναι κακό γιατί δε θέλεις να συζητήσουμε το τι συνέβη όταν επιστρέφεις, δε θέλεις να σπάσεις την πανέμορφη φούσκα που πλάθεται γύρω μας όταν είμαστε μαζί, τη χαλαρότητα, την ομορφιά των συναισθημάτων μας, των αγγιγμάτων και των ματιών μας, των συζητήσεών μας. Όμως έτσι δε βοηθιέται κανένας· ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε η σχέση μας. Ίσα-ίσα, βαραίνει η καημένη, χοντραίνει από άλυτα θέματα κι «απωθημένα» κι απειλεί από μόνη της να σπάσει τη φούσκα μας.

Γι’ αυτό ήρθε η ώρα. Τα βήματά μου σε φτάνουν και με το χέρι στον καρπό σου σε σταματάω. Με κοιτάζεις με έκπληξη σχεδόν και ψάχνεις στο πρόσωπό μου για το τι τρέχει στο μυαλό μου, για εκείνο το κάτι που άλλαξε κι αυτή τη φορά αντέδρασα διαφορετικά, γιατί αυτή τη φορά δε σ’ αφήνω απλώς να ξεθυμάνεις μακριά μου. «Γιατί πρέπει να ξεθυμαίνεις μαζί μου, μάτια μου. Πρέπει να μου μιλάς.»

Να μου λες τι σ’ ενόχλησε, τι σ’ έκανε από την κουβέντα και τα γέλια να φτάσεις τα όρια του θυμού σου. Ήταν αυτό που είπα για το φίλο σου ή τ’ ότι δε σ’ άφησα να πιάσεις το κινητό μου; Τ’ ότι έκανα κατά λάθος την άσπρη μπλούζα σου ροζ ή τ’ ότι σου θύμισα κάπως πειραγμένα να βγάζεις τα παπούτσια σου στην είσοδο; Μήπως η φιλικότητα που απάντησα στο τύπο που ζήτησε οδηγίες έκανε τη ζήλια σου να νομίσει πως γούσταρα ή μήπως σε πείραξε που επέμεινα να πάμε εδώ για καφέ κι όχι εκεί που ήθελες;

Αφού με ξέρεις, γιατί με βασανίζεις; Αφού ξέρεις ότι σκέφτομαι κι αναλύω και κάνω υποθέσεις και προσπαθώ να βγάζω συμπεράσματα κι αγχώνομαι όταν κάτι τρέχει μεταξύ μας κι όλα αυτά ξανά και ξανά σ’ επανάληψη. Γιατί δε μου μιλάς; Γιατί δε μου λες τα «λάθη» μου; Αυτά που σε χαλάνε, αυτά που σε ξενερώνουν κι εκείνα που σε εξοργίζουν; Γιατί δε μου λες τι χρειάζεσαι ν’ αλλάξει για να είμαστε καλά;

Το ξέρω ότι με διάλεξες για όσα είμαι, ότι μ’ ερωτεύτηκες γι’ αυτά και δε θέλεις ν’ αλλάξω, μα δε θ’ αλλάξω εγώ. Θ’ αλλάξει ο τρόπος μου ή η συμπεριφορά μου, θα διαφοροποιηθεί η παλέτα θεμάτων για συζήτηση ή θα γίνω πιο προσεκτική με κάποια πράγματα και καταστάσεις. Δε θ’ αλλάξω, η βάση μου θα είναι η ίδια, απλά θα διαχειριστώ όσα ήδη έχω, όσα σου αρέσουν κι όσα σε κάνουν τρελό από θυμό. Θα είμαι εγώ, μα λίγο πιο ιδανική για εσένα.

Δε θέλω να με αφήνεις στο σκοτάδι ν’ αναρωτιέμαι, να βασανίζομαι, να αγωνιώ για το τι έκανα ή δεν έκανα, για το τι θα κρατούσε την καλή σου διάθεση για περισσότερο, για το τι μπορώ να κάνω για να σε κάνω ακόμα πιο χαρούμενο κι ικανοποιημένο. Γιατί αυτό θέλω. Να είσαι καλά και να είμαστε καλά. Και ξέρεις τα όρια μου· ξέρεις ότι αν αυτά που ζητάς είναι στα λογικά πλαίσια της σχέσης που έχουμε χτίσει, θα τα έχεις κι όχι μόνο όπως τα φαντάστηκες, μα ακόμα πιο γευστικά και έντονα. Θέλω να μου μιλάς, όπως το κάνω κι εγώ όταν το έχω ανάγκη, ν’ ανοίγεις και σε αυτό το μυαλό σου όταν είμαστε μαζί.

Κι αν είναι να φωνάξουμε, ας φωνάξουμε. Αν είναι να μαλώσουμε, ας μαλώσουμε. Το να μην έχουμε εντάσεις είναι χειρότερο απ’ το ν’ αποθηκεύουμε στοίβες και στοίβες άσχημων στιγμών μέσα μας. Καλύτερα να ξεσπάσουμε, να βγουν από μέσα μας περιττές ενοχλήσεις και να λυθούν θέματα παρά να μένουν και να μας αρρωσταίνουν αργά κι αθόρυβα με τον καιρό.

Γι’ αυτό, να μη φεύγεις. Να μου λες τα λάθη μου για να τα διορθώνω. Να μου λες πότε σε πιέζω, πότε σε παραμελώ, τι έχεις ανάγκη και τι θα ήθελες να μειωθεί ή να αυξηθεί. Το ξέρω ότι με διάλεξες για όσα είμαι, αλλά θέλω να απολαμβάνουμε ο ένας τον άλλον με την ίδια ένταση και ποσότητα, χωρίς να καταπιέζεις σκέψεις κι επιθυμίες. Μίλα μου, γιατί η επικοινωνία, η ανταλλαγή σκέψεων κι έκφραση συναισθημάτων είναι αυτό μας κρατάει «υγιείς» κι ερωτευμένους, η κόλλα της σχέσης μας, αυτό που μας σώζει και συντηρεί.

Συντάκτης: Μαρία Α. Καρμίρη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή