Έχεις ξυπνήσει ποτέ το πρωί, είδες την ώρα και σκεπτόμενος το κενό πρόγραμμα της ημέρας ξανακοιμήθηκες; Ακούγεται λίγο παράδεισος, ε; Ναι, όμως, πώς θα σου φαινόταν αν αυτή ήταν η μόνιμη καθημερινότητά σου; Αν κάθε πρωί, κάθε ημέρα που ερχόταν, κάθε στιγμή ήταν τόσο «άδεια»; Αν είχες τόσον ελεύθερο χρόνο που κάθε που ξυπνούσες, προτιμούσες να ξαναγυρίσεις στη χώρα των ονείρων αντί να πρέπει να γεμίσεις τις ώρες;

Όσοι είναι πνιγμένοι με τις καθημερινότητές τους πολύ πιθανό να συνεχίζουν να σκέφτονται πως ακούγεται ουτοπία, μα αν εσύ ανήκεις σε αυτούς που έχουν νιώσει αυτό που περιγράφω, τότε ξέρεις. Ξέρεις ότι είναι δύσκολο να ξυπνάς χωρίς στόχο, χωρίς να ξέρεις ουσιαστικά ποιο είναι το νόημα που ξυπνάς. Εντάξει, ξέρεις ότι πρέπει να ξυπνήσεις γιατί απλά «πρέπει», γιατί αυτή είναι η λογική συνέχεια· κοιμάσαι και κάποια στιγμή ξυπνάς και κάνεις πράγματα. Ναι, αλλά τι γίνεται όταν δεν έχεις πράγματα να κάνεις; Κι όχι επειδή είσαι αντικοινωνικός ή δεν έχεις ενδιαφέροντα, αλλά γιατί δε βρίσκεις λόγο να τα κάνεις. Αν απλά βαριέσαι γιατί δε νιώθεις πως θα βγάλεις κάτι με το να πας για καφέ στο ίδιο στέκι ή με το να τελειώσεις σήμερα το μισοσχεδιασμένο πορτρέτο στο γραφείο; Κι αν δε σε πειράζει που έχει πιάσει σκόνες η βιβλιοθήκη σου ή που οι φίλοι παραπονιούνται ότι τους γράφεις για να λιώνεις με σειρές και ταινίες σπίτι μετά τη δουλειά ή τη σχολή;

Τότε ξέρεις ότι κάτι δεν πάει καλά. Κι όχι γιατί αυτή δεν είναι «φυσιολογική συμπεριφορά» και «τι έχεις, παιδάκι μου;» και «μήπως να πας σε ψυχολόγο;». Αλλά επειδή μετά από κάποια στιγμή στασιμότητας, μετά από την 42η ίδια ημέρα, άρχισες να μπουχτίζεις. Άρχισες να συνειδητοποιείς ότι δεν περνάς καλά πια. Δε λες, τέλειο το να ξυπνάς ό,τι ώρα θέλεις ή να πηγαίνεις για χορό κάθε Παρασκευή και Σάββατο με κρασί και την παρέα, μα κάπου ένιωσες να κουράζεσαι. Κάπου σταμάτησες να εκφράζεσαι κι απλά άφηνες τις μέρες να έρχονται και να περνούν χωρίς ν’ αφήνουν κάτι. Και το θέμα είναι ότι εσύ δεν τους ζητούσες κάτι, ώστε κι αυτές ν’ αφήσουν.

Απλά ένα πρωί ξύπνησες, άνοιξες τα μάτια και είδες ή έστω αισθάνθηκες ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Σε έβλεπες, σε άκουγες, ήξερες σίγουρα ότι κάτι δεν ήταν όπως έπρεπε, όμως δεν ήξερες τι ακριβώς ήταν. Έπιανες την κλωστή και την ακολουθούσες, μα δεν έβρισκες ποτέ την αρχή του κουβαριού. Μήπως να δοκίμαζες όντως τον ψυχολόγο; Πολύ καλή ιδέα κι αυτή, μα πριν κάνεις αυτό, θα σου πρότεινα να δοκιμάσεις πρώτα μία άλλη οδό.

«Οι άνθρωποι είμαστε εξελικτικά όντα», έχουμε βαρεθεί να την ακούμε αυτήν την πρόταση, παρ’ όλο που πράγματι είναι η αλήθεια. Όντως θέλουμε κι έχουμε ανάγκη να «προχωράμε», να εξελισσόμαστε ή έστω να μη μένουμε στάσιμοι. Γουστάρουμε να έχουμε πράγματα καινούρια να μάθουμε ή εξερευνήσουμε και ζητάμε το νέο, το διαφορετικό, μα πάνω από όλα το κάτι τις σταθερό – σταθερό κι όχι στάσιμο, μιας και το δεύτερο μας βαραίνει κι εξαντλεί.

Θέλουμε, λοιπόν, να έχουμε έναν σταθερό στόχο, έναν λόγο για να ξυπνάμε και να ξεκινούμε τη μέρα με διάθεση κι ανυπομονησία -ή έστω διάθεση. Μία αιτία που θα μας δίνει δύναμη ν’ αντέξουμε τις οχτώ ώρες δουλειάς, τις δύο στο γυμναστήριο και άλλη μία μαγειρέματος. Που θα κάνει το στέκι να ζωντανεύει και να φαίνεται χρωματιστό ξανά και ξανά και τις μουσικές κάθε Παρασκευή και Σάββατο να γαργαλάνε το σώμα κι αυτό ν’ ανταποκρίνεται ένθερμα. Που θα μας κάνει ν’ απολαμβάνουμε τόσο το λιώσιμο σπίτι όσο και το άραγμα με τους φίλους. Θέλουμε έναν στόχο που ναι μεν θα είναι σταθερός, αλλά θα μπορεί και να μεταβάλλεται ή μεταμορφώνεται ή ακόμα και ν’ αλλάζει. Η σταθερότητα έχει να κάνει με το να υπάρχει ένας στόχος που θα μας καθοδηγεί κάθε μέρα προς τον δρόμο που έχουμε επιλέξει και θέλουμε να φτάσουμε.

Όταν είμαστε μπροστά σε τοίχος και δε βλέπουμε δρόμο μπροστά, ας κάνουμε μια στροφή κι ας κοιτάξουμε τις προτεραιότητές μας, λοιπόν, τους πρωτεύοντες στόχους μας. Να μπούμε σε κάποια σχολή ή πάρουμε το πτυχίο; Προαγωγή ή το άνοιγμα δικής μας επιχείρησης; Να ταξιδέψουμε στη Χαβάι ή να μπούμε στο ρεκόρ Γκίνες; Ό,τι κι αν είναι, όσοι κι αν είναι, χρειάζονται να μπουν σε μια σειρά ή να τους ξαναθυμηθούμε. Συμβαίνει αυτό· μερικές φορές ξεχνιόμαστε, αφηνόμαστε στην καθημερινότητα και τους παραμελούμε. Όμως κύρια ανάγκη μας είναι να νιώθουμε πως παλεύουμε για κάτι, ότι προσπαθούμε προς μία ή πολλές κατευθύνσεις, πως είμαστε χρήσιμοι ή έστω ενεργοί.

Οπότε, αν κι εσύ αρχίσεις να βλέπεις πως οι μέρες σου δεν είναι πια ουτοπία και κάτι λείπει, μα δεν ξέρεις τι, θυμήσου τις προτεραιότητές σου, τους στόχους, το πού θέλεις να φτάσεις κι το τοίχος θα σταματήσει να σου κόβει τον δρόμο γιατί απλά θα συνειδητοποιήσεις πως ποτέ δεν ήταν αληθινά εκεί. Βάλε πλώρη και πλεύσε με στόχο την ευτυχία ή τα ίδια τ’ αστέρια. Απλά να είσαι καλά και να χαμογελάς ειλικρινά.

Συντάκτης: Μαρία Α. Καρμίρη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή