Βαριέσαι και σκέφτεσαι «Ας πιάσω συζήτηση τώρα, να περάσει η ώρα μου δημιουργικά επικοινωνώντας με έναν άνθρωπο». Και πώς θα πιάσεις συζήτηση; Πώς θα ανοίξεις κουβέντα; Με το κλασικό: «Γεια! Τι κάνεις;». Ας αναλύσουμε όμως λίγο αυτήν την ατάκα για να δούμε τι βάθος κρύβει.

Στο τρομερό ερώτημα «Τι κάνεις;» οι πιθανές απαντήσεις είναι δύο. Αρχικά, υπάρχει η πρωτότυπη απάντηση του, που κανείς δεν περίμενε, το «Καλά». Δεν πάει να έχει τσακωθεί ο άλλος με τον κολλητό του, τη μητέρα του, τον πατέρα του, να έχει λήξει ο λογαριασμός του ηλεκτρικού ρεύματος, να έχει γίνει χαμός στη δουλειά, να χρειάζεται να δουλέψει υπερωρίες και γενικά να τρέχει και να μην φτάνει, «καλά» θα σου απαντήσει. Κι όχι τόσο γιατί βαριέται να πει τον πόνο του αλλά ξεκάθαρα απ’ τη δύναμη της συνήθειας. Του βγαίνει αβίαστα να απαντήσει έτσι, χωρίς πρωτίστως να αναρωτηθεί μέσα του αν είναι όντως καλά. Μπορεί βέβαια να μπει κι ο εγωισμός μπροστά του και να μη θέλει να παραδεχτεί ότι δεν είναι καλά. Δε θέλει λύπηση, ούτε παρηγοριά.

Στη δεύτερη περίπτωση πιο σπάνια, αρκετά πιο σπάνια, είναι πιθανόν να δοθεί η απάντηση «Ε, όχι και τόσο καλά» ή κάτι του τύπου «Έχω υπάρξει και καλύτερα». Αυτό σημαίνει ότι έχει ρίξει τον εγωισμό του ο άλλος. Μπορεί να παραδεχτεί ότι δεν είναι καλά. Ότι υπάρχουν μέρες που έχει νιώσει καλύτερα, πως δεν του πηγαίνουν όλα τέλεια κάθε φορά που τον ρωτάς πώς είναι. Μόνο που και σε αυτήν την περίπτωση δεν αναπτύσσει τους λόγους που δεν είναι καλά. Οπότε κάθεσαι τώρα κι αναρωτιέσαι: Πρέπει να τον ρωτήσεις γιατί δεν είναι καλά; Μήπως πρέπει να τον αφήσεις στην ησυχία του; Μήπως τον ενοχλείς; Οπότε καταλήγεις να απορείς αν θα πρέπει να ξαναστείλεις ή όχι; Πιθανότητες να κάνετε μια γόνιμη συζήτηση; Ελάχιστες!

Μετά βέβαια απ’ την κλισέ ατάκα «Γεια! Τι κάνεις;» θα ακολουθήσει η επίσης πρωτότυπη ατάκα «Τι νέα;». Το πρόβλημα είναι ότι κι όλη σου τη ζωή να έχεις αλλάξει, όταν σε ρωτάνε «Τι νέα;» κολλάς. Ξαφνικά τα ξεχνάς όλα κι πραγματικά δεν ξέρεις τι να πεις. Απλά δε σου έρχεται τίποτα εκείνη την ώρα για να αναφέρεις. Οπότε απαντάς το κλασικό «Τα ίδια». Μπορεί να έχεις παντρευτεί, να έχεις χωρίσει, να έχεις μετακομίσει, να έχεις αλλάξει επάγγελμα. Εκείνη την ώρα «τα ίδια» θα απαντήσεις. Οπότε για άλλη μια φορά η συζήτηση πεθαίνει πριν καν αρχίσει.

Είναι λοιπόν να απορεί κανείς. Δε θα ήταν καλύτερο να ξεκινάει η κουβέντα κάπως διαφορετικά; Ρώτα: Ποιο ήταν το καλύτερο πράγμα που σου συνέβη σήμερα; Να κάτσει ο άλλος να σκεφτεί, να προβληματιστεί για το τι έκανε σήμερα και ποιο πραγματικά ήταν το πιο συναρπαστικό από όλα αυτά που έκανε. Αν τον βλέπεις τον άλλο στεναχωρημένο ρώτα ένα «Σε προβληματίζει τίποτα; Αν θες να μιλήσεις σε κάποιον είμαι εδώ». Αν θέλει να σου ανοιχτεί, θα σου ανοιχτεί.

Κάνοντας πιο ουσιαστικές ερωτήσεις προσπαθώντας να ανοίξουμε κουβέντα βάζουμε τον άλλο σε διαδικασία σκέψης. Ξεκινώντας από απλές, όπως το πώς πέρασε τη μέρα του (μπορεί άμεσα να θυμηθεί τι έκανε) καλλιεργούμε το έδαφος και για πιο πρόσφορες συζητήσεις. Κι όσο περισσότερο συζητάτε θα θυμηθεί να σου αναφέρει τον τσακωμό με το συνάδελφο κι εσύ θα τον στηρίξεις και θα του δώσεις δίκιο -το κλασικό που δικαιώνουμε πάντα τους δικούς μας. Θα θυμηθεί να σου αναφέρει εκείνη την ταινία που είδε και γέλασε μέχρι δακρύων. Με άλλα λόγια, θα συζητήσετε, ίσως και να διαφωνήσετε και να γελάσετε.

Όπως και να έχει, έτσι χτίζονται οι ουσιαστικές σχέσεις. Μέσα απ’ τη σωστή συζήτηση.  Ένα «Γεια! Τι κάνεις;» και «Τι νέα;» δεν είναι αρκετό. Δεν τον ξεβολεύεις τον άλλο. Δεν τον βάζεις να σκεφτεί. Απλά του δίνεις την εύκολη λύση να σου απαντήσει μηχανικά και μετά κενό. Για να μην πω και μετά σιωπή!

 

Συντάκτης: Χριστίνα Κ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη