Δε διάλεξα το ψεύτικο, που ίσως να ήταν και το πιο βολικό. Απλά έφυγα από κοντά σου, γιατί δεν ήθελα να μεταμορφώνω τα πάντα γύρω μου. Έφυγα, για να μη φορτώνω τον εαυτό μου με ενοχές.

Αν κι έκατσα να μετρήσω χρόνια, χάθηκα για λίγο, ανάμεσα στα πόσα χρειάζονται και πόσα πρέπει για να καταλάβω. Ν’ αρχίσω και να κλείσω έναν κύκλο. Να ξεκινήσω και να τελειώσω εκεί απ’ όπου άρχισα. Ποιος όμως, τελικά, ορίζει το πολύ ή το λίγο;

Μετρούσα αντίστροφα εδώ και καιρό. Κι αν υπήρχε κάτι, που δεν μπορούσε να συγκριθεί με το παρελθόν, σίγουρα, το παρόν μου –το παρόν μας– γινόταν ακόμα πιο δύσκολο. Τουλάχιστον, έμαθα ν’ αγαπάω και να πιστεύω σ’ εσένα. Έμαθα πως το μόνο πράγμα που μπορεί να χωρίσει δύο ζωές είναι ο θάνατος. Κι αν αυτό φάνηκε αρκετά μακρινό, έφτασα, να μιλάω για το θάνατο ενός έρωτα. Του δικού μας. Γιατί όλα κάποια στιγμή τελειώνουν. Όλα κάποια στιγμή κάνουν τον κύκλο τους. Κι εκεί που απλά κρατάς ένα χέρι δίπλα σου στο δρόμο, ξαφνικά το φιλάς γλυκά και περνάς απέναντι.

Άλλωστε, όλα τα ωραία πρέπει να τελειώνουν -τη στιγμή που πρέπει- για να εξακολουθήσουν να παραμείνουν ωραία. Κλισέ, θα μου πεις. Θα σου πω όντως. Τίποτα δε γίνεται να τελειώνει όμορφα. Απλά δέχτηκα τη συνέχεια και προχώρησα μ’ όλα εκείνα που πλέον δεν έχουν να μας χωρίσουν.

Κι αν μέσα μου τώρα επικρατεί ένας πόλεμος ανάμεσα σ’ όλα αυτά που είχα κι έχω είναι γιατί ακόμα δεν έχω καταλάβει πώς έγινε και βρέθηκα εδώ. Πώς έγινε και σ’ έχασα. Πώς έγινε και χαθήκαμε μέσα στη ζωή μας. Ανάμεσα στους κανόνες τους και τις επιθυμίες μας. Πώς εκείνο το χαμόγελο της σχέσης μας, έγινε τελικά, ένα μεγάλο ερωτηματικό στην έκφρασή μας.

Γιατί ήταν εύκολο να μη βλέπω, αλλά ήταν πάρα πολύ δύσκολο να πιστέψω. Τι; Αυτό το οποίο μέσα μου με πολεμούσε. Δεν ξέρω αν είναι φόβος, αν είναι η συνήθεια ή απλά ένας πανικός; Αν είναι αγάπη ή αν είναι όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν ή όλα εκείνα που πρόκειται να ερχόντουσαν. Αν είναι απλά η ανάγκη του να πρέπει να πιστεύεις σε κάτι, που μπορεί ν’ αλλάξει ή να μη γίνει.

Το μυαλό κάνει περίεργα παιχνίδια. Κάνει και στάσεις. Ή προσπερνάει από πολλούς σταθμούς. Τώρα, ποιος ανήκει σ’ έναν απ’ αυτούς, είναι ένα άλλο θέμα. Δεν έχει να κάνει με το αν θέλω να κοιμάμαι με τη μοναξιά μου. Αλλά έχει να κάνει με ότι τα όνειρα είναι για όσους κοιμούνται. Άλλωστε ποιος μπορεί να μου εγγυηθεί ότι η καρδιά δεν πονάει όταν μεγαλώνει; Ότι η καρδιά, μπορεί να χαμογελάει και να χτυπάει στο κρύο και στη ζέστη.

Η ουσία μου είναι άλλη. Αυτή η οποία επέλεξα μέσα απ’ την πορεία μου. Σ’ αγάπησα κι αγαπήθηκα. Έδωσα και πήρα. Αυτό, που ίσως, λέγεται και μίσος. Πίστεψα κι έκλαψα για τις επιλογές μου. Έμαθα όμως.

Έμαθα πως πέντε λεπτά είναι αρκετά. Και μέτρησα αντίστροφα. Μέτρησα όλα εκείνα που ακολουθούσαν τη νοητή ευθεία μέσα στο μυαλό μου. Όλα εκείνα που μ’ έκαναν να πιστεύω στο δεδομένο της σχέσης μας. Σ’ όλα εκείνα, που μου φώναζες ότι περνάνε και φεύγουν μακριά απ’ εμάς. Σ’ όλα εκείνα που έπλασα στο φτωχό μυαλό ως ιδανικά.

Αν και τώρα κάθομαι εδώ μόνος, είναι γιατί η μοναξιά μου πάει. Είναι γιατί το επέλεξα εγώ. Ακόμα κι αν πονάω. Ακόμα κι αν περιμένω ν’ ανοίξει μία πόρτα. Ακόμα κι αν γυρνάω στο κρεβάτι να σε δω. Ακόμα κι αν θέλω απλά ένα χάδι. Ακόμα κι αν στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπάρχουν τα τόσα «μήπως». Ακόμα κι αν κλαίω μπροστά στα τόσα «γιατί».

Ακόμα κι όταν μέσα μου ξυπνάει ο άλλος μου εαυτός. Αυτός που κάνει το κορμί να καίει και ν’ αναζητάει το διαφορετικό. Αυτό που μάλλον ήταν καλά κρυμμένο μέσα μου. Αυτό που τώρα δεν είναι περίεργο. Αντίθετα. Είναι κομμάτι μου. Είναι η αρχή μου στον μέχρι τώρα ψεύτικο κόσμο μου.

Και κλείνω τα μάτια και χαμογελάω, που κατάφερα κι έφτασα ως εδώ. Που κατάφερα μέσα στο μπερδεμένο μου μυαλό να βρω τις απαντήσεις.  Να βρω την αρχή μου. Να βρω την ισορροπία μου και να πιστέψω στον εαυτό μου για πρώτη φορά. Να πιστέψω και σ’ εμάς, για να μπορέσω να σ’ έχω στη ζωή μου. Γιατί στην τελική, δεν μου έφταιξες σε τίποτα. Γιατί στην τελική, σ’ έχω ανάγκη.

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη