Όσα χρόνια κι αν περάσουν, μερικές στιγμές κρύβουν μέσα τους τόσες εικόνες, αλλά και τόσα συναισθήματα, με χρώματα και διάθεση, που φτάνουν για να σου ξυπνήσουν αναμνήσεις και να σου χαρίσουν ένα όμορφο χαμόγελο -ή ακόμα κι ένα δάκρυ νοσταλγίας.

Είναι απ’ εκείνες τις στιγμές που ξεπηδάνε μέσα απ’ τα παλιά ημερολόγια ή τα φωτογραφικά άλμπουμ. Απ’ εκείνες τις στιγμές όπου η παιδική αθωότητα δεν ξεχώριζε το θάρρος απ’ την αλήθεια, τον πόλεμο απ’ την ειρήνη. Δεν ξεχώρισε το φανταστικό απ’ το πραγματικό. Απλά, όλο αυτό, το ερμήνευε σαν κάτι μαγικό.

Γιατί μαγεία και μυστήριο κρύβει παντού γύρω και μέσα της και μία νιφάδα χιονιού. Που όσα χρόνια κι αν περάσουν ποτέ δε θα δεις το σχήμα της. Ποτέ δε θα καταλάβεις αυτόν τον ενθουσιασμό σου μπροστά στην εικόνα της.

Εκείνη η αντίδρασή σου, που ίσως είναι η μοναδική, σταθερή στα τόσα χρόνια, μπροστά στη θέα της. Εκείνα τα επιφωνήματα που ακόμα και τώρα δεν έχουν αλλάξει. Εκείνη η τρελή χαρά στην ιδέα της «άσπρης μέρας», που διαπερνούσε το μυαλό σου. Εκείνη η στιγμή όπου άκουγες τη μητέρα σου να σου λέει «κι όμως χιονίζει».

Και περίμενες το πρόσταγμα με ανυπομονησία. Ποιο πρόσταγμα; Εκείνο που θα σε οδηγούσε στη μάχη. Εκείνο που σου επέτρεπε να βάλεις την πανοπλία σου –σκούφο, κασκόλ και γάντια– προκειμένου να βουτήξεις στο χιόνι.

Προκειμένου ν’ αφήσεις τα δικά σου αποτυπώματα. Να ανοίξεις τα χέρια και να σηκώσεις το κεφάλι στον ουρανό, έτσι ώστε να αισθανθείς κάθε νιφάδα στο πρόσωπο σου ή ακόμα και να φας μερικές. Μέχρι τη στιγμή όπου θ’ ερχόταν το σύνθημα κι η μία χιονόμπαλα διαδεχόταν την άλλη.

Δύο-τρεις ήταν αρκετές για να σε επαναφέρουν στην πραγματικότητα και να μπεις δυναμικά στη μάχη. Να πάρεις το αυστηρό ύφος σου και να ξεκινήσεις τον πόλεμο. Να αρχίσεις ένα κυνηγητό, ένα κρυφτό κι ένα «φτου και βγαίνω» με βομβαρδισμό από μπάλες χιονιού. Από εκείνες που ακόμα και στη σκέψη σε κάνουν να αισθάνεσαι παγωμένο το πρόσωπο και τα χέρια σου. Από εκείνες που σε έριχναν στο έδαφος, μα δε σε ένοιαζε. Από εκείνες τις στιγμές που σε ανάγκαζαν να ανεβαίνεις και να καθαρίζεις τα αυτοκίνητα απ’ το χιόνι για να δώσεις την απάντησή σου στον κολλητό εχθρό σου.

Κι όταν ειρήνη σήμαινε στα αφτιά σου ή καλύτερα η φωνή της μαμάς σου, μάζευες ό,τι τελευταίο μπορούσες στα χέρια σου –πέφτοντας ανάσκελα στο έδαφος– κι απαντούσες στον ίδιο σου τον εαυτό. Του έδινες εκείνη την τελευταία ευκαιρία να χαθεί –αν και μούσκεμα– ανάμεσα σ’ ένα λευκό στρώμα χιονιού, ελπίζοντας στην επόμενη μέρα σε μια ακόμα νίκη.

Αν και τα χρόνια πέρασαν κι η αυλή έγινε διαμέρισμα μ’ ένα μικρό μπαλκόνι, στη θέα του χιονιού μπορείς και πάλι να γίνεις παιδί. Να δώσεις εκείνον τον «πόλεμο» στον εαυτό σου που τόσο του έλειψε. Να ζήσεις μερικές ακόμα στιγμές βομβαρδισμού από χιονόμπαλες.

Κι αν πάλι μεγάλωσες γι’ αυτό, περπάτα απλά επάνω του, μέχρι να φτάσεις κοντά σ’ ένα τζάκι με ζεστή φωτιά, ζεστό κρασί ή σοκολάτα και ξεκίνα να λες τις ιστορίες σου. Έστω κι έτσι, θα ξαναζήσεις εκείνον τον πόλεμο απ’ τα παλιά.

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη