Είναι όλες εκείνες οι μικρές κι οι μεγάλες στιγμές. Εκείνες, με τις οποίες, γεμίζει το μυαλό και το βλέμμα σου με χρώματα διαφορετικά, συνθέτοντας τις δικές του εικόνες. Εικόνες που τρέχουν. Εικόνες που μένουν. Εικόνες με γέλια και κλάματα. Εικόνες με βροχή κι ήλιο. Εικόνες με φεγγάρια και σύννεφα.

Τι κι αν είναι ένα, δύο ή πέντε μέτρα; Τι κι αν είναι στον πρώτο ή στον πέμπτο; Τι κι αν το βλέπει ο ήλιος, το βουνό ή η θάλασσα;  Ένα είναι σίγουρο. Το μπαλκόνι σου, έχει τη δική του θέα. Θέα της οποίας τη σύνθεση την έχεις επιμεληθεί εσύ. Εντάξει, όχι στο σύνολό της.

Και δε μιλάμε για τον παππού και τη γιαγιά που κάθονται στο απέναντι μπαλκόνι και πίνουν το καφεδάκι τους. Για τον τύπο που για μια ακόμη φορά βγήκε με το βρακάκι να ποτίσει τα λουλούδια. Την τύπισσα που ξέχασε τις κουρτίνες ανοιχτές την ώρα που βγήκε απ’ το μπάνιο. Το μούργο που έχει περάσει το κεφάλι του ανάμεσα στα κάγκελα κι είναι πιο περίεργος κι απ’ τις δύο κυρίες που σχολιάζουν όποιον περνάει από κάτω. Το ζευγάρι που κυνηγάει τα μωρά -που ουρλιάζουν για ακόμη μια φορά-  και στο μυαλό σου έρχεται εκείνη η  εποχή που ο Ηρώδης έκανε χρυσές δουλειές. Όχι γιατί δε λατρεύεις τα παιδιά, ίσα-ίσα.

Θα μείνουμε, όμως, σε εκείνη τη δική σου στιγμή, που έχεις βάλει λίγη μουσικούλα στο αυτί. Έφτιαξες τον τέλειο καφέ σου και προσπαθείς να ηρεμήσεις. Είναι η δική σου καλημέρα. Είναι η δική σου πραγματικότητα κι ο χρόνος που χρειάζεσαι για να πιάσεις επαφή με το περιβάλλον.

Αυτή η καλημέρα που γεμίζει με περιέργεια το μυαλό σου, δημιουργώντας το δικό του καρέ απ’ όλα αυτά που περνάνε μπροστά απ’ τα μάτια σου. Είναι η δική σου κινηματογραφική στιγμή με πρωταγωνιστές όλους τους μικρούς ήρωες της γειτονιάς σου.

Κι η καλημέρα σου να υποδεχτεί τη καληνύχτα σου. Να δημιουργήσεις το δικό σου σκηνικό. Να τραβήξεις για λίγο τα βλέμματα. Να κάνεις λίγη φασαρία με μικρή ή μεγάλη παρέα. Ρομαντικά ή όχι. Με λίγο φαγητό. Με κάποια ατμόσφαιρα. Με ένα ποτάκι.

Όπως μία στιγμή με χίλιες εικόνες μαζί. Γιατί ο χειμώνας δεν είναι μακριά. Θα κλείσουν οι πόρτες, θα μαζέψεις τις καρεκλίτσες, θα κατεβάσεις τις τέντες. Γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει κάτι που θα μείνει να θυμάσαι.

Να θυμάσαι ένα καλοκαιρινό βράδυ, σ’ ένα μπαλκόνι γεμάτο νύχτα και κεριά. Έναν ουρανό χωρίς άστρα αλλά γεμάτο όσο ποτέ άλλοτε. Γεμάτο από μάτια και καρδιές που σ’ αγγίζουν, γίνονται ένα, γίνονται όνειρο. Βραδιές με εικόνες που μιλάνε από κάπου πολύ πιο βαθιά. Βραδιές με χρώματα ανεξίτηλα που θα λάμπουν.

Και μείνε εκεί μέχρι να σε βρει το ξημέρωμα. Να αντικρίσεις τους ίδιους ανθρώπους, να μάθεις λίγο καλύτερα τις συνήθειές τους. Να πεις μια καλημέρα λίγο διαφορετική. Γιατί αν σκεφτείς και τρέξεις λίγο στο παρελθόν σου, θα νοσταλγήσεις εκείνα τα όμορφα πρωινά καφεδάκια, τα μεσημεριανά φαγοπότια, τα νυχτερινά επιτραπέζια παιχνίδια στο πατρικό, στις διακοπές, στους συγγενείς, στους φίλους.

Γι’ αυτό, βγες στο μπαλκόνι σου να δεις ότι είναι καλοκαιράκι ακόμα. Ρίξε λίγο νεράκι και πότισε τα λουλούδια σου. Αντάλλαξε ματιές. Ερωτεύσου. Χώρισε. Γέλασε. Κλάψε.

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη