Δε γίνονται όλα από τύχη ή από κάρμα. Κι αν όλα γίνονται μέσα σε μία στιγμή, με μία αγκαλιά ή χωρίς, η σιωπή έχει τον τρόπο της να πει ένα «γεια». Ακόμα κι όταν πίστεψα σ’ εκείνα τα τραγούδια που μιλούσαν για μια αγάπη που θα μπορούσε να έρθει, ήρθε κι εκείνη η στιγμή που ένιωσα να τελειώνει κι εκείνο το καρδιοχτύπι.

Ακόμα και το ατελείωτο, το άπιαστο, σε μερικές τρυφερές κουβέντες κατέληξε στο να πιστεύω στ’ ότι όλα, τελικά, γυρίζουν. Κι όσο γυρίζει ακόμα η Γη, τόσο περισσότερο θα πιστεύω ότι δεν υπάρχει το για «πάντα». Δεν υπάρχει το τόσο «δυνατά» για να αντέχει να λάμπει ανάμεσά μας.

Γι’ αυτό, δε μου αρέσουν τα λόγια τα πολλά και τα δήθεν. Κι επειδή δεν υπάρχουν μεσοβέζικες λύσεις στα αισθήματα, μην προσπαθείς άδικα να χτυπήσεις μια καρδιά, αν πρώτα δε σημαδέψεις το μυαλό. Γιατί στα αισθήματα δεν υπάρχουν ευκαιρίες. Κι αν υπάρχουν, στην περίπτωσή μου, μάλλον πέτυχες τη χρεωκοπία.

Αν υπάρχει κάτι που πρέπει να κατηγορήσω, ξέρω τι πρέπει να κάνω. Και δεν εννοώ να τρέξω να ψάξω κανόνες ακολουθίας, που θα με εμποδίσουν να ξεπεράσω τα συναισθηματικά μου ατοπήματα γι’ εσένα. Εννοώ πως δε θέλω να είμαι άλλο το κορόιδό σου.

Δε θέλω να είμαι σ’ αυτό το παιχνίδι με τον εαυτό μου και φυσικά να έχω εσένα στο απέναντι δρομάκι, να με χτυπάς με την αλήθεια σου, όπου μέσα στην ανοησία μου δε βλέπω. Εν ολίγοις, την κάνω. Μήπως και καταφέρω να συνειδητοποιήσω πως η ζωή είναι πολύ καλύτερη όταν μπορείς και φεύγεις. Άλλωστε, εσύ μου το έμαθες αυτό. Και δες που, τελικά, έχεις δίκιο.

Απλά δε μου ήταν ξεκάθαρο. Δεν μπορούσα να το δω. Ακόμα κι όταν έκλαιγα. Ακόμα κι όταν πονούσα. Ακόμα κι όταν έπεφτα στα πατώματα. Ακόμα κι όταν μεθούσα και γυρνούσα να σε βρω στα στέκια σου. Ακόμα κι όταν πίστευα πως όλο αυτό, κατά βάθος, σου αρέσει. Κι όλα αυτά για πάρτη σου. Γιατί η ελπίδα είναι αυτή που πεθαίνει τελευταία -και να που πέθανε.

Γιατί χαστούκια θέλει η καρδιά και μία δόση από τρέλα. Απ’ εκείνα που ξυπνάς απότομα. Απ’ εκείνα που πλέον συνειδητοποιείς ότι ο εγωισμός έχει ισοπεδωθεί κι όλα είναι μια φούσκα που μπορεί και σκάει. Απλά το μπαμ, πλέον, δε με τρομάζει.

Κι αν τρόμαξα στην αρχή είναι γιατί άλλο αγάπησα κι άλλο είδα, την ώρα που σ’ έπιανα απ’ το χέρι και τραβιόσουν. Την ώρα που σ’ αγκάλιαζα και κόμπιαζες. Που σου μιλούσα και χάζευες αλλού. Την ώρα που σε περίμενα κάθε που αργούσες.

Λες και περίμενες να κόψω τα σχοινιά σου. Και βγήκες στο δρόμο να φλερτάρεις. Βγήκες να διασκεδάσεις δίχως προηγούμενο. Βγήκες να σπάσεις τους κρυφούς φραγμούς σου. Βγήκες να πάρεις τον αέρα σου και μάλλον το δρόμο που σου πρέπει. Φρόντισες να μάθω για όλα τα περίεργα. Τα νέα «πρέπει» σου και «μη» σου. Και το πέτυχες.

Τώρα τρέχα και βρες έναν φράχτη και κάνε του αυτό που ξέρεις. Κι αν δεν ξέρεις, κάτι θα βρεθεί στο δρόμο σου, που θα μπορέσει να στο μάθει καλύτερα. Κι αν ακόμα δεν κατάλαβες, σου λέω ξεκάθαρα ότι πλέον δε σε γουστάρω. Δηλαδή, με απλά ελληνικά, μ’ έχεις ξενερώσει.

Κι όσο κι αν πίστευα ότι θα ήταν δύσκολο, τώρα που το σκέφτομαι, γελάω. Κυρίως μ’ εμένα. Που πίστεψα και δεν είδα. Που άκουγα, αλλά δεν ήθελα να δεχτώ. Που χάθηκα μέσα σου και ξαφνικά πνίγηκα.

 

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη