Πρέπει να παραδεχτείς ότι σου έχουν λείψει οι διακοπές με τους γονείς σου. Κι αν θεωρείς πλέον ότι είσαι αρκετά ενήλικας για κάτι τέτοιο, ακόμα –κατά βάθος– κρύβεις μέσα σου ένα παιδί. Εκείνο που αναπολεί την έναρξη του καλοκαιριού μ’ ένα μπουγέλο και τη λήξη του με την ψυχρολουσία του πρώτου κουδουνιού.

Κι αν δεν αντέχεις κι αντιδράς περίεργα στο «βάλε καπέλο να μην καείς», στο «ψήθηκες, έλα και λίγο στη σκιά», «φάε ένα φρουτάκι να δροσιστείς» και το «βγες επιτέλους απ’ τη θάλασσα, γιατί θα κατσιάσεις», θα ήθελες πάρα πολύ κάποια στιγμή να τα ξαναζήσεις.

Κι αν οι γονείς σου έχουν πάρει απόφαση ότι είσαι ενήλικας, κρυφά μέσα τους ή ακόμα κι ολοφάνερα, θα σε προσκαλέσουν λίγο πριν φύγουν για διακοπές να ξαναζήσετε όλοι μαζί εκείνες τις παλιές, καλές, καλοκαιρινές στιγμές. Προκαλώντας σ’ εσένα ένα γενικευμένο αλλεργικό εξάνθημα στην ιδέα και μόνο της συνύπαρξής σας.

Άλλωστε, μέχρι κάποια συγκεκριμένη ηλικία όλα ήτανε μονόδρομος. Κρήτη οι γονείς, Κρήτη κι εσύ. Ρόδο οι γονείς, τον Κολοσσό της Ρόδου να ψάχνεις εσύ. Θάσο οι γονείς, Θάσο κι εσύ. Και κάπου στο ενδιάμεσο και μια στάση στη Χαλκίδα.

Και τα χρόνια πέρασαν. Τη σκυτάλη στη συντροφιά των γονιών σου πήρε το ταίρι ή η παρέα σου. Και κάπως έτσι, δεν ξαναπάτησες ποτέ σου στη Χαλκίδα. Μπορεί να μην ήταν και Μπαχάμες –τυχερός αν τις δεις ποτέ σου– ,αλλά γι’ εσένα ήταν απ’ τα εξωτικότερα μέρη της παιδικής σου ηλικίας.

Καθώς λοιπόν σκαλίζεις τις μνήμες του παρελθόντος σου, αναρωτιέσαι ποιος τελικά περνούσε καλύτερα στις διακοπές. Και καταλήγεις στο συμπέρασμα πως μάλλον εσύ. Λίγο σ’ ενδιέφερε ο προορισμός. Λίγο σ’ ενδιέφερε κι η παρέα. Θάλασσα και παγωτό να υπήρχε κι ήσουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο.

Δε χρειαζόταν να κουραστείς για να βγάλεις το πρόγραμμα των διακοπών. Αυτό το ρόλο στην οικογένεια τον είχε άλλος. Όπως και ν’ αποφασίσεις τον προορισμό. Να ψάξεις ταξιδιωτικούς οδηγούς για μονοπάτια κι αξιοθέατα. Δε χρειαζόταν καν να σκεφτείς τι θα πάρεις μαζί σου και πόσο μάλλον να φτιάξεις μόνος σου τις βαλίτσες.

Οδηγούσε άλλος. Πλήρωνε άλλος κι όλα κυλούσαν όμορφα χωρίς καμία σκέψη. Για να έρθουν ν’ αλλάξουν κάπως τα πράγματα, εκεί στην εφηβεία σου και λίγο μετά τα δεκαοχτώ σου. Εκεί όπου τα περιθώρια άρχιζαν να στενεύουν για μεσοβέζικες λύσεις.

Ξεχνάς τον ύπνο στον πίσω κάθισμα και παίρνεις στα χέρια σου το τιμόνι, με τα νεύρα σου να χτυπάνε κόκκινο σε κάθε «πρόσεχε» κι «αχ» ανά χιλιόμετρο. Κι αν ο προορισμός ήταν κοντινός, ήσουν τυχερός. Αν όμως το προηγούμενο βραδάκι, τα ψιλοέπινες, τότε τα πράγματα ήταν όντως άσχημα.

Τόσο άσχημα όπως εκείνες οι άβολες συζητήσεις, με την πρώτη ευκαιρία, σε κάθε ταβέρνα ή στην παραλία. Εκείνο το άκομψο είδος ψαρέματος για τα προσωπικά τα δικά σου ή των αδελφών σου, προσπαθώντας έμμεσα να μάθουν τα πάντα, πιστεύοντας ότι η χαλαρότητα των διακοπών θα προκαλέσει και μια χαλαρότητα στο στοματάκι σου.

Κι αν το ματάκι σου έπαιρνε καμία περίεργη κλίση σε κάτι ενδιαφέρον, τότε ξαφνικά θυμόντουσαν πως ήσουν το μικρό τους παιδί. Και να σου ξαφνικά το «ρίξε κάτι επάνω σου» και «να σου βάλω λίγο αντηλιακό στην πλάτη», να προκαλούν τη στροφή σου στο βλέφαρο και την πίεση σου στο μάτι.

Για να καταλήξετε, κάπου εκεί, σ’ αυτήν την άτυπη βουβή συμφωνία των ξεχωριστών διακοπών. Απ’ εκείνες που απλά αλλάζεις ματιές χωρίς να χρειάζεται να πεις καμία κουβέντα. Άλλωστε, οι αντοχές αλλάζουν.

Μεγαλώνουν οι γονείς σου και μεγαλώνεις κι εσύ. Θέλουν την ησυχία τους κι εσύ τη δικιά σου. Θέλουν Τήνο κι εσύ Μύκονο. Θέλουν ομπρέλα, ψάθα κι ένα ταπεράκι με επιδόρπιο ενώ εσύ beach bar και παγωμένο mojito. Δε θέλουν ήλιο ενώ εσύ θέλεις να καείς. Θέλουν την παρέα σου, αλλά εσύ δε θέλεις την γκρίνια τους μόλις δουν το σκουλαρίκι στον αφαλό ή το τατουάζ που έκρυβες όλο το χειμώνα.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, τους αγαπάς. Κι όλα αυτά είναι στιγμές που ήρθαν και δεν πρόκειται να φύγουν ποτέ. Τους βλέπεις να μεγαλώνουν και μαζί τους να μεγαλώνεις κι εσύ. Γι’ αυτό και μόνο το λόγο τους χρωστάς μερικές ακόμα καλοκαιρινές στιγμές. Εκείνες στις οποίες θα έχεις την ευκαιρία ν’ αποδείξεις ότι κατά βάθος τους έχεις μοιάσει και φυσικά να τους ρωτήσεις στο καφεδάκι σας: «Καλά, γιατί τρώτε γλυκό; Σε μια ώρα θα φάμε μεσημεριανό».

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη