Υπάρχουν στιγμές στη ζωή που σου συμβαίνουν διάφορα άσχημα γεγονότα. Όταν αυτά επαναλαμβάνονται σχετικά συχνά, καταλαβαίνεις πως κάτι δεν πάει καλά. Αρχικά, αναρωτιέσαι ποιος σε ‘χει φτύσει, ποια μαύρη μοίρα σε έχει καταραστεί και πώς θα γλυτώσεις από αυτόν τον φαύλο κύκλο των επαναλαμβανόμενων συμφορών.

Η απάντηση δυστυχώς σε αυτά τα ερωτήματα είναι δυσβάσταχτη. Για όσα δεινά σου συμβαίνουν φταίει η γλυκύτατη, κατά τ’ άλλα, γκαντεμιά που σε δέρνει. Είναι έμφυτη, την έχεις από μικρή ηλικία, είναι καμιά τριανταριά χρονών σήμερα, παντρεμένη με σένα και πάντα ικανή να σου ανεβάζει την πίεση στο λεπτό!

«Είμαι γκαντέμης». Ε, και; Έχεις συμφιλιωθεί πλέον με την ιδέα πως η τύχη σε αγνοεί επιδεικτικά, τρίβοντάς σου στη μούρη την εύνοια, την οποία χαρίζει διάπλατα στους άλλους γύρω σου. Σε όλους, εκτός από σένα! Οτιδήποτε παθαίνεις, το αντιμετωπίζεις με χιούμορ∙ τώρα, έχεις φτάσει σε τέτοιο σημείο που απλά λες: «Προφανώς κι αυτό θα γινόταν, τι περίμενα να μου καθόταν κάνα λαχείο;», ενώ, παλιότερα ίσως, λέω ίσως, ν’ αντιδρούσες λίγο πιο υπερβολικά, τύπου: «Γιατί σε μένα, γιατί Παναγία μου, τι αμαρτίες πληρώνω».

Βέβαια, όλοι εμείς ξέρετε πότε γιορτάζουμε, έτσι; Παρασκευή και δεκατρείς. Όποτε συμβαίνει αυτή η σατανική ημερομηνία, δεχόμαστε τόνους μηνυμάτων, ευχές για ακόμη περισσότερη γκαντεμιά και τα σχετικά. Εκείνη τη μέρα, αν τρακάρουμε, αν πέσουμε από καμιά σκάλα, αν μας βγάλουν φωτογραφία και καεί το φιλμ, ξέρουμε πως ήταν γραφτό να συμβεί κι ότι δε μας έχει αποχωριστεί η κακοτυχία -yeah, we still got it bitches.

Γρουσούζηδες όλου του κόσμου ενωθείτε! Μαζί, μπορούμε να κάνουμε πολλά, σκεφτείτε το. Φανταστείτε να ξεχυθούμε στους δρόμους όλοι μαζί, τι έχει να γίνει. Οι περισσότεροι, θα μας αποφεύγουν, μην και τους κολλήσουμε «γκαντεμίαση», οι άλλοι θα τρέχουν μακριά μας να προφυλαχτούν κι εμείς θα μοιράζουμε αυτόγραφα αναμεταξύ μας, obviously.

Πάντως, στα νιάτα μας κι εμείς, μη νομίζετε, κάναμε τα πάντα μπας και γλυτώσουμε. Τι σκόρδα φορούσαμε, τι προσευχές κάναμε στον ύψιστο, τι κομποσκοίνια και «ματάκια» από πάνω μέχρι κάτω φορούσαμε, τζίφος. Δε μας έπιανε τίποτα! Μη σας πω πως, αντιθέτως, σαν να ενισχύονταν η γκαντεμιά. Βέβαια, εξορκισμό κι ευχέλαια δε δοκιμάσαμε, αλλά με την γκίνια που κουβαλάμε, ίσως εξαγριώναμε κανένα δαίμονα της κακοτυχίας και παθαίναμε κάνα επιπλέον ξαφνικό κακό.

Πέρα απ’ αυτά, η ζωή μας χωρίς αυτήν τη χαριτωμένη δόση ατυχίας, τολμώ να ομολογήσω, θα ήταν αρκετά μονότονη. Κάθε φορά που βγαίνουμε, θα συμβεί και κάτι, πράγμα που αυτομάτως μετατρέπει κάθε μας έξοδο σε μια υπεργαμάτη ιστορία, που θα διηγούμαστε μέσα στα χρόνια και θα γελάμε.

Πόσες φορές έχουμε βγει με παρέες κι εκεί που όλα πάνε καλά, ξαφνικά κάτι θα γίνει και θα έρθουν τα πάνω κάτω. Όλο και κάποιο ποτό θα χυθεί, όλο και κάποιον που αποφεύγαμε διακαώς θα συναντήσουμε, όλο και κάποιο ατύχημα, στανταράκι, θα συμβεί και πάει λέγοντας! Εκείνη την ώρα, νιώθεις τα βλέμματα των φίλων σου καρφωμένα πάνω σου, σε φάση: «Εσύ φταις για όλα», «Τι τον πήραμε μαζί μας αυτόν πάλι», «Μωρέ. λες να τον γνωρίσω σε κάτι παιδιά που αντιπαθώ και να πληρώσουν για όλα όσα μου έχουν κάνει;».

Έτσι ευχάριστα κυλάει η ζωή μας, με κάθε μας φόβο και κάθε μας άγχος, να πραγματοποιείται. Η επιτομή της ατυχίας! Τι άλλο να ζητήσουμε κι εμείς. Να προφυλαχθούμε δε γίνεται, να σταματήσουμε να κουβαλάμε τη ρετσινιά του γκαντέμη, ούτε αυτό γίνεται. Οπότε, χαλαρώνουμε, το απολαμβάνουμε κι είμαστε πανέτοιμοι να αντιμετωπίσουμε καθετί που θα συμβεί και θα μας χαλάσει τα σχέδια.

Όπως και ‘χει υπάρχουν και χειρότερα -νομίζω, δηλαδή!

 

Συντάκτης: Νάνσυ Γιοβάνογλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη