Βήμα πρώτο: Διέγραψα τον αριθμό σου. Βήμα δεύτερο: Διάβασα για μια τελευταία φορά τα μηνύματά σου (πόσα ψέματα;). Άρπαξα μια μαύρη σακούλα, πέταξα ό,τι σε θυμίζει μέσα, την πήρα στο χέρι, έπιασα βιαστικά τα κλειδιά μου και βγήκα απ’ το σπίτι.

Μπήκα στο αμάξι, με τη σακούλα στο κάθισμα του συνοδηγού. Αυτή είναι, κατά κάποιον τρόπο, η τελευταία μας βόλτα. Δεν έχουμε προορισμό, αλλά πάμε σίγουρα κοντά στη θάλασσα. Θα σου βάλω και μουσική, απ’ αυτή που σου αρέσει. Θα ακούσεις και το τραγούδι μας. Αυτό που μάλλον δεν είχε κάποιο νόημα για εσένα, αλλά τουλάχιστον θες-δε θες θα με θυμίζει.

Ίσως να σε έψαξα για λίγο στη θέση του συνοδηγού ­–εσένα, όχι τις αναμνήσεις σου–, αλλά δε σε βρήκα. Δεν ήταν, άλλωστε, κι η πρώτη φορά που δεν ήσουν εδώ. Μην ανησυχείς, δε θα σ’ αναζητήσω. Φτάνουμε στον προορισμό μας, μα πρώτα να κάνουμε μια συζητησούλα εμείς οι δυο.

Ξέρω πως τέντωσα τα σχοινιά σου. Σου άρεσε να βολεύεσαι κι εγώ μόνο βολική δεν ήμουν. Ξέρω επίσης πως ξεφτιλίστηκα στα μάτια σου, δυστυχώς όταν ο ένας πέφτει χαμηλά τραβάει και τον άλλον κι εσύ με τράβηξες για τα καλά.

Γιατί μπορεί εγώ να μη σεβάστηκα τον εαυτό μου, όπως είπες, μα οι αντιδράσεις μου ήταν αποτέλεσμα δικών σου πρακτικών. Αναφορικά, πάντως, ο μεγάλος ξεφτίλας είναι αυτός που δεν έχει τα κότσια να πει αλήθειες.

Μαζί σου χόρτασα ψέμα. Και τελικά, δε με νοιάζει καθόλου αν δεν ευτύχισες δίπλα μου. Εσύ έχεις κενά, που μάλλον δε θέλεις να γεμίσεις. Κανείς δε φταίει αν δεν έχεις την ικανότητα ή μάλλον την επιθυμία να αγαπήσεις.

Ήταν, αλήθεια, βολικά. Εγώ, ο μαλάκας, με περικεφαλαία κιόλας, δίπλα σου στις μαύρες σου κι εσύ απών στα δικά μου ζόρια. Όντως, είναι να αναρωτιέται κανείς γιατί αγανάκτησα. Έπρεπε να σε μιμηθώ στο παιχνιδάκι της αδιαφορίας.

Σου έφταιγαν όλα στη ζωή σου και κάποιον έπρεπε να κατηγορείς γι’ αυτό, σίγουρα όχι εσένα. Τα προβλήματα των άλλων πάντα ασήμαντα μπροστά στα δικά σου. Τα μεταξύ μας δε σε αφορούσαν καν, τα δικά μου ούτε να τα ακούσεις.

Αρκεί εσύ να βγαίνεις από πάνω. Τέτοιο θράσος. Μαθημένος να ζεις στην ψευτοευτυχία σου, μα κι αυτή έχει πάντα ημερομηνία λήξης, μαζί με τον ενθουσιασμό σου που σκάει σαν μπαλόνι. Αλλά στα μούτρα άλλων, όχι στα δικά σου. Αυτό θα συμβεί και τώρα, αν κι εύχομαι σ’ αυτήν να βρεις το δάσκαλό σου. Αφού δεν ήμουν εγώ ας είναι τουλάχιστον η επόμενη. Αναρωτιέμαι αν ένας άνθρωπος που ζει για τον εαυτούλη του και την επιβεβαίωσή του μπορεί, τελικά, να νιώσει. Μαζί σου κανείς δεν έχει καλή κατάληξη.

Θα σου ευχόμουν να ευτυχίσεις, αλλά δε μου πάει ούτε να το πω. Δε σου αξίζει. Άσε την ευτυχία για εκείνους που ταλαιπωρήθηκαν κι ανέχτηκαν πολλά, εσύ εξάλλου μια χαρά θα περνάς πάντα στην επιφάνειά σου. Καλά, αλλά όχι αληθινά. Κι αυτό δεν είναι εγωισμός, ίσως μόνο λίγο παράπονο, άλλωστε κι αυτός δικό σου προτέρημα είναι.

Αυτά, δεν έχω να πω άλλα και να ‘χα δεν έχουν νόημα πια. Το καλό είναι πως όταν ένας άνθρωπος φεύγει ολοκληρωτικά από μέσα μας, φεύγει κι ο θυμός κι ο πόνος κι ό,τι τον θυμίζει. Κι εγώ ευτυχώς μπόρεσα να τα πετάξω όλα, μόνο αυτή η σακούλα έμεινε με ό,τι σε θυμίζει.

Ωραία η βόλτα μας, λοιπόν, ωραία κι η θάλασσα, ωραία στα είπα -αναλυτικά όπως πάντα. Διάλεξα κάδο με θέα, για να δεις τι άνθρωπος είμαι. Βήμα τρίτο: Στα τσακίδια, μωρό μου!

 

Συντάκτης: Δέσποινα Δημησιάνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη