Συγγνώμη αν ενοχλώ τέτοια ώρα. Δεν περίμενες να ξαναδείς μήνυμά μου κι εγώ ορκιζόμουν πως δε θα επέτρεπα στον εαυτό μου να σου στείλει. Αλλά, ξέρεις, σε σκέφτηκα για λίγο χθες. Εκείνη η φευγαλέα η σκέψη, που αστράφτει στο μυαλό σου χωρίς να ξέρεις από πού ήρθε και γιατί. Δε θα σου έστελνα ποτέ, το είχα πει, μα σε σκέφτηκα και χαμογέλασα. Κι άξιζε τούτο νομίζω για να σπάσω τους κανόνες.

Είσαι ωραίος τύπος. Αν έπρεπε να σου αναγνωρίσω κατιτίς, θα ήταν αυτό. Γεννημένος να φτιάχνεις το κέφι, να γεμίζεις τους ανθρώπους, να τους χαρίζεις το ωραίο. Τουλάχιστον σε μένα πάντα έπιαναν τα κόλπα σου, μια βραδιά μαζί σου και μέρες μετά ακόμη να χαζογελάω. Κάποτε, πριν γίνει η κόντρα μεταξύ μας. Κάποτε, πριν εξαφανιστείς χωρίς σπουδαίο λόγο απ’ τη ζωή μου. Γι’ αυτό σου λέω, άξιζε που επέστρεψε εκείνο το χαμόγελο δίπλα στο όνομά σου. Κι αν σ’ ενοχλώ, πια δε με νοιάζει.

Θα σου μιλήσω κι ας μη μ’ ακούσεις, θα σου γράψω κι ας μη διαβάσεις. Εγώ μια φορά από μέσα μου θα τα λευτερώσω κι εσύ μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Ποτέ δε σε πίεσα κι αν έπρεπε να μου αναγνωρίσεις κατιτίς θα ήταν αυτό. Έμεινα πίσω για να μπορείς να οδηγείς, έμεινα σιωπηλή για να μην ξεφύγει η προσοχή σου. Αναρωτήθηκα τότε αν αυτό ήταν το λάθος μου. Όχι, και πάλι θα χανόσουν κι είναι κρίμα κι εγώ να βασανίζομαι.

Ξέρεις πως σ’ έχω στο μυαλό μου; Σαν ένα πυροτέχνημα. Εμφανίστηκες στο μαύρο και μάγεψες γιατί είχες και χρώματα και φως κι ήχους. Έκανες εντύπωση κι ύστερα χάθηκες κι έμεινα εγώ ν’ αμφιβάλλω αν σε είδα, αν σε θαύμασα ποτέ ή αν απλά το φανταζόμουν και γελάστηκα. Κι όμως θυμάμαι, σε θυμάμαι ακόμη. Εκείνο το άπιαστό σου, το θυμάμαι. Την ομορφιά στα μάτια σου, κι εκείνη.

Νομίζω υπάρχουν πράγματα μεταξύ μας που δε θα ξεπεράσω. Όχι εσένα, μα αυτό που θα μπορούσαμε να έχουμε και χάθηκε. Εσένα δε σε ξέρω πέρα απ’ τις αποστάσεις σου, μπορεί μαζί μου να φθειρόσουν. Εκείνο με νοιάζει, μα όχι αν θα ήτανε ποτέ του ωραίο ή κακό, μα αν θα είχε κάποτε υπόσταση για να το μάθουμε. Να ξεκινούσε κι ας τελείωνε. Πώς να το ξεπεράσω το άτιμο που μου το γλίστρησες μέσα απ’ τα χέρια;

Εσύ τα φταις, εσύ κι οι απόψεις σου, οι προκαταλήψεις σου. Να μη ρισκάρεις, να μην προσπαθήσεις. Είσαι καλά εκεί, είσαι εντάξει. Μπράβο σου. Κι αν πω πως δεν ευχόμουν να ξυπνήσεις, λέω ψέματα. Όταν ο ένας νιώθει σπίθες σημαίνει πως κι ο άλλος καίγεται. Και λέγε εσύ στον εαυτό σου πως δεν την ένιωσες ποτέ σου τη φωτιά μου. Ποιος έχασε απ’ τους δυο μας τελικά; Εγώ που έμεινα ή εσύ που έφυγες;

Κι είσαι καλά τώρα που έφυγες; Φαντάζομαι πλέον πως ναι. Είναι που πέρασε καιρός, είναι που έχεις μήνες να με δεις κι έχεις ξεχάσει. Δεν το φοβάσαι το τυχαίο; Εκείνο που θα με δεις στο δρόμο και θα ανάψουν όλες οι πυρκαγιές του κόσμου. Εγώ το φοβάμαι, γιατί ξέρω, δε σκοτώθηκε το μέσα μας ακόμη, όχι γιατί ερωτευτήκαμε τόσο πολύ, μα γιατί ποτέ του δεν πεθαίνει εκείνο που δεν έζησε. Θα σε δω και θα σκεφτώ πως είσαι όμορφος, θα με δεις και θα σκεφτείς πως ένα βράδυ θυμόσουν μόνο τ’ όνομά μου. Κι ύστερα ας χαμογελάσουμε.

Ξέρω, σ’ ενοχλώ, δε θέλεις κι άλλη επαφή μαζί μου. Κι αν σκεφτείς πως τίποτα δε σου έκανα, αυτό σημαίνει πως σου ασκώ επιρροή ή ίσως πάλι να μην υπάρχει και κάτι πλέον να μου πεις. Σωστά, μη γίνομαι αφελής, ποιος ξέρει τι συμβαίνει, στ’ αλήθεια, στο κεφάλι σου. Στο δικό μου να ξέρεις καμιά φορά αστράφτεις. Ένα, δύο, τρία πυροτεχνήματα. Μια, δυο, τρεις φορές. Κι ύστερα χάνεσαι. Κι ύστερα όλοι είμαστε εντάξει.

Δεν έκλεισε για μένα αυτή η ιστορία, γιατί το τέλος ήταν ξαφνικό κι απότομο κι αυτό σημαίνει αδυναμία συγγραφέα. Κι αν είσαι εσύ ο αδύναμος, εγώ δεν είμαι. Θα έρθω μια μέρα να το μάθω το τέλος μας κι ας είναι άσχημο, κι ας έχω σκοτωθεί στην τελευταία σελίδα. Κι αν δε μ’ αφήσεις, εσύ φταις, εσύ το ξεκίνησες το παραμύθι ή μάλλον το παραμυθάκι. Απλά, είπαμε, είσαι ωραίος τύπος κι άξαφνα μ’ ανάγκασες να μου σημαίνεις κάτι. Κάτσε, λοιπόν, να το τελειώσουμε, γιατί κανείς δε θέλει να διαβάζει για ήρωες δειλούς και τρομαγμένες δεσποσύνες.

Κι αν σε ενοχλώ, μετάνιωσα, δε σου ζητώ συγγνώμη. Αν είχες τα κουράγια, δε θα είχα και λόγο να μιλήσω, οπότε παρ’ το πάνω σου και μην υπεκφεύγεις σε στιγμές αδυναμίας. Μεγάλωσες και μεγάλωσα. Κι αν εκεί που έμεινες είναι καλύτερα, τότε στο δίνω. Κι αν ό,τι κι αν χάσαμε ήταν σπουδαίο, τότε λυπάμαι. Κι αν αλλάξεις γνώμη, θυμήσου να με ψάξεις. Όχι γιατί είμαι δεδομένη ούτε γιατί δεν έχω ζωή χωρίς εσένα. Απλά γιατί ακόμη μ’ αρέσουν τα πυροτεχνήματα.

 

Συντάκτης: Νεφέλη Κομματά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη