Μπερδεύτηκα ξανά. Τι ήθελα και πήγα απ’ το μαγαζί; Νόμιζα πως απλά θα έπαιρνα τη δόση μου κοιτάζοντάς τον και θα ήμουν εντάξει. Αλλά να που κυλήσανε τα πράγματα αλλιώς κι εκείνος δε χαιρέτησε αδιάφορα ως συνήθως. Ήρθε να με χαιρετήσει και μιλήσαμε και φαινόταν στο πρόσωπό του πως είχε χαρεί στ’ αλήθεια που με είδε. Και να σκεφτείς, την προηγούμενη φορά με το ζόρι ήρθε να μου την πάρει τη ρημαδοπαραγγελία. Τώρα; Τώρα τον σκέφτομαι και πάλι.

Και δεν είναι ο πρώτος που αλλάζει απότομα στάση απέναντί μου. Υπήρχε κι εκείνος που όποτε είχε ανάγκη έτρεχε κι όταν έτρεχε, άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο κι εκτεθειμένο. Πετούσε τη μάσκα, ήταν αληθινός και με κοίταζε έτσι όπως σε κοιτάει κάποιος που σε νοιάζεται και ψάχνει πράγματα με ουσία. Μα του περνούσε κι έπαιρνε πάλι βλέμμα πλάγιο και χαμόγελο όλο πονηράδα. Συνήθισα.

Κι ο άλλος; Αχ ο άλλος. Τι όμορφος που είναι! Κι ασχολιόταν, δε μ’ άφηνε σε ησυχία. Κι όταν χάθηκε και τον έψαξα, κάθισε να μιλήσουμε ένα βράδυ, θαρρείς και γνωριζόμασταν από πάντα, θαρρείς και θα μπορούσαμε να μιλάμε κι εκείνο κι όλα τα επόμενα βράδια στη σειρά. Μη με ρωτήσεις. Ξημέρωσε και χάθηκε. Μια  καληνύχτα δεν είχα προλάβει να του πω.

Σήμερα απογοητεύτηκα. Κάθισα και τα σκέφτηκα, και τα μέτρησα. Έψαξα το γιατί. Γιατί συμπεριφέρονται έτσι οι άνθρωποι; Ξέρεις, αλλοπρόσαλλα. Θέλουν, δε θέλουν κι έπειτα πάλι σ’ ένα φαύλο κύκλο που δεν τελειώνει αν δε χάσεις τον εαυτό και το μυαλό σου. Αν δεν τους το κόψεις εσύ με κόπο, όχι γιατί το θες, μα γιατί σε κούρασε όλο αυτό το παιχνιδάκι. Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος. Κι έπειτα κι άλλος στη ζωή σου που δεν ξέρει τι ζητάει από σένα.

Και δε λέω. Έχω περάσει κι εγώ απ’ αυτή τη θέση. Εκείνη που δεν είσαι σίγουρος για συναισθήματα, εκείνη που κάτι ψάχνεις απ’ τον άλλο, αλλά δυσκολεύεσαι να εντοπίσεις τι, εκτός κι αν βρίσκεται ακριβώς μπροστά στα μάτια σου. Και ξέρω πως δεν είναι εύκολο κάποιος να αναμένει από σένα. Μα νομίζω προσπάθησα να προστατέψω εκείνους τους ανθρώπους κι ελπίζω να το πέτυχα, να μην ταλαιπώρησα κανέναν. Αν το έκανα, λυπάμαι, δεν είχα πρόθεση να παίξω ποτέ με συναισθήματα.

Ποιο από εκείνα να είναι, άραγε, χειρότερο; Η αγωνία, η θλίψη, η απογοήτευση; Το ξενέρωμα; Ο ενθουσιασμός. Εκείνος ο μπάσταρδος ο ενθουσιασμός. Στην πρώτη κίνηση σε ανεβάζει, στο πρώτο ενδιαφέρον γίνεσαι θεός. Στην πρώτη αδιαφορία σε ισοπεδώνει. Κι εθελοτυφλείς πάντα, έτσι δεν είναι; Γιατί εκείνος σε πιέζει, σου ψιθυρίζει στο αφτί πώς δε γίνεται, αφού ενθουσιάστηκες, αξίζει ο κόπος. Τον αναζητάς, τον ψάχνεις πάλι σαν όμορφο ναρκωτικό και μόλις επιστρέψει, είσαι και πάλι μεθυσμένος, ακόμη περισσότερο από πριν. Μεγαλύτερη δόση. Μεγαλύτερη πτώση.

Εσύ ξέρεις. Τι θέλεις, τι χρειάζεσαι. Θέλεις να προσπαθήσεις, να μάθεις, να ρωτήσεις. Να του δώσεις μια θέση στη ζωή σου. Βαρέθηκες το ευκαιριακό φλερτ, τη στιγμή που σε είδε μπροστά του κι είπε αδιάφορα πως «δε βαριέσαι, ας γίνει». Έγινε κι αυτό, πολλές φορές και κάπου κούρασε η κατάσταση. Και βασανίζεσαι για εκείνο το «γιατί» που ξέρεις πως δεν έχει κανένα σκοπό να σου απαντήσει. Γιατί δε μου δίνεις μια ευκαιρία; Γιατί κάνεις σαν να μην ξέρεις; Γιατί δε μου εξηγείς πώς σκέφτεσαι; Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα. Πώς σκέφτεσαι. Γιατί δεν μπορείς να πάρεις επιτέλους μια απόφαση.

Παντού μπερδεμένα μηνύματα. Αλλαγή γνώμης, πισωγυρίσματα, πράξεις χωρίς νόημα, τυχαία γεγονότα. Πώς θα μπορέσεις να βασιστείς, πώς θα μπορέσεις να νιώσεις ασφάλεια μ’ έναν άνθρωπο που δεν είναι σίγουρος για τα «θέλω» και τα «ψάχνω» του;  Γιατί εσύ τα ξέρεις τα δικά σου. Δε γυρνάς μπρος πίσω. Άλλοτε διεκδικείς, άλλοτε περιμένεις. Άλλοτε πιέζεις, για να βρεθείς αντιμέτωπος μ’ ένα αδιάφορο κοινό που δεν αντιδράει στα δικά σου ερεθίσματα. Πόση υπομονή κουβαλάμε, άραγε, μέσα μας;

Δε θέλεις να τα παρατήσεις. Να τον παρατήσεις. Πιστεύεις πως θα γυρίσει μια μέρα και θα σου εξηγήσει τι τον κρατούσε μακριά τόσο καιρό κι εσύ επιτέλους θα καταλάβεις και θα λυθεί εκείνο το «γιατί» που έσερνες μαζί σου απ’ την αρχή. Κι αν δεν έρθει; Κι αν του αρέσει να χάνεται, να αλλάζει γνώμη ή να παίρνει τα λόγια του πίσω; Τυφλές ελπίδες και λίγες ρετσίνες για βοήθεια, για μια προσωρινή παρηγοριά.

Δεν ξέρω πως, ούτε και πότε, μα κάποια μέρα θα το πάρεις απόφαση. Κι εγώ μαζί σου. Πώς τη μια φορά που θα πηγαίνω στο μαγαζί θα μου γελάει και την επόμενη θα μ’ αποφύγει. Πως θα βλέπει όμορφη και θα μου ζητάει να του δώσω κι όταν γεμίζει θα φεύγει μ’ εκείνα τα αστεία, λες κι είμαστε δυο φίλοι ξένοι. Πως είχε όρεξη εκείνα τα βράδια που μιλήσαμε ή ίσως να βαριόταν, μα τώρα πάει, χάλασε η στιγμή κι εγώ δεν έχει νόημα να επιμένω στα παλιά.

Μια μέρα θα το καταλάβω. Θα σηκώσω τους ώμους μου αδιάφορα, θα πιω ένα ποτήρι στην υγειά τους και θα τους αφήσω πίσω μου. Άλλωστε, δεν προσπάθησαν και ποτέ για κάτι παραπάνω. Ας μείνουν πίσω, στην απόσταση που τόσο αγαπούν. Βαρέθηκα τα μπερδεμένα τους μηνύματα.

Από σήμερα θα αναζητάω τις πράξεις.

Συντάκτης: Νεφέλη Κομματά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη