Η μεγαλύτερη δόση ειλικρίνειας της εποχής μας δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει πως είναι η ματαιοδοξία. Πολλοί είναι όσοι μέσω αυτής επιδιώκουν την καταξίωση και ζουν τις ζωές τους στην αναμονή ενός θριάμβου.

Η ματαιοδοξία είναι σαν ένα σαράκι που τρυπώνει αργά τις νύχτες στο μυαλό των ανθρώπων μεταμορφώνοντάς τους σε άπληστους κι απ’ το άλλο πρωί κιόλας τους στερεί την ελευθερία της δράσης. Θα έλεγε κανείς ό,τι είναι μία απ’ τις μάστιγες των καιρών μας. Υπάρχει σε κάθε άνθρωπο, κάποιες φορές τόσο καλά κρυμμένη που αλλάζει μορφές και τεχνάσματα.

Οι άνθρωποι ανέκαθεν, απ’ την εποχή του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, ήταν ματαιόδοξοι. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να δειχθούν στους άλλους, ακόμα και για τον πιο μικρό τους άθλο. Κάποιος μπορεί να είναι τόσο ματαιόδοξος που συνεχώς να επιδιώκει την προσοχή των γύρω του κι ακόμα χειρότερα, στο πλαίσιο ενός αυτοθαυμασμού, η εκτίμηση κι η γνώμη των άλλων να μην τον ενδιαφέρουν καθόλου αφού θεωρεί τον εαυτό του καλύτερο όλων.

Συχνά η ματαιοδοξία στερεί τη δημιουργικότητα και γίνεται κύριος παράγοντας ώστε να προσπαθείς να ικανοποιείς τους άλλους, αλλά όχι εσένα. Βλέπεις, όταν καταφέρεις έστω και το παραμικρό κι απολαύσεις το χειροκρότημα, είναι τόσο δύσκολος ο γυρισμός προς την ταπεινότητα. Γίνεσαι κομμάτι των άλλων και μια μαριονέτα στα χέρια τους, ιδανικά κάποιων που να σε θαυμάζουν.

Τρανταχτό παράδειγμα για το πόσο αυτοκαταστροφική μπορεί να καταλήξει η ματαιοδοξία είναι ένα σωρό ονόματα του διεθνούς καλλιτεχνικού χώρου. Δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν τη φήμη ούτε να σεβαστούν το λόγο που το κοινό τους έφτασε στη κορυφή, το ταλέντο τους δηλαδή. Στερηθήκαν τη δημιουργικότητά τους, θυσίασαν το ταλέντο τους, ακόμη και τη ζωή τους, όλα στο βωμό της αναγνωσιμότητας και των υλικών απολαύσεων. Χρησιμοποίησαν το χάρισμά τους καθαρά κερδοσκοπικά και συχνά επιφανειακά.

Το πιο ελκυστικό κίνητρο της ματαιοδοξίας δεν είναι άλλο απ’ το γόητρο, η αποδοχή, η αποθέωση. Ξαφνικά ξυπνάς ένα πρωί απ’ το κρεβάτι σου και χαίρεσαι για τους χιλιάδες followers στο instagram κι από εκεί που δε σε ξέρει ούτε η μάνα σου γίνεσαι influencer κι επηρεάζεις κόσμο.

Πού να ήξερες όταν γεννιόσουν ότι θα έφτανε μια μέρα που θα περπατούσες στους δρόμους και στα σοκάκια της Μυκόνου κι ο κόσμος θα σε αναγνώριζε. Που η συμμετοχή σου σ’ ένα τάλεντ σόου θα γινόταν η αφορμή για να σε μάθει όλη η Ελλάδα; Και ξαφνικά απ’ το πουθενά σηκώνεις τείχη· σ’ έναν κόσμο που σε ανέβασε όσο κανείς κι απομακρύνεσαι γιατί δήθεν οι μάνατζερς σου λένε ότι πρέπει να δημιουργείς δέος και το κοινό σου θα πρέπει να το έχεις σε απόσταση. Το πρώτο βήμα για τη ματαιοδοξία και το φαίνεσθαι έγινε, το δεύτερο σε στοιχειώνει τα βράδια στον ύπνο σου και δεν είναι άλλο απ’ τη στέρηση της έμπνευσης.

Κι ένα πρωί ξυπνάς κι η αναπνοή σου κόβεται, ένα μήνυμα στο κινητό σου λέει πως η περιοδεία που ετοιμαζόσουν να κάνεις ακυρώνεται γιατί πλέον δεν κόβεις εισιτήρια. Το δεύτερο βιβλίο σου δε γίνεται best seller κι ο εκδοτικός οίκος πλέον δε θέλει ν’ ακούει ούτε τ’ όνομά σου. Η παράστασή σου πια στο θέατρο δεν είναι sold out και το κοινό σου δε σε ακολουθεί όπως παλιά. Γιατί σήκωσες τείχη, αυτά τα τείχη της ματαιοδοξίας που σε απομάκρυναν απ’ το κοινό σου, τότε που άκουγες τις συμβουλές του πιο επιφανειακού κι εγωιστικού εαυτού σου. Σταμάτησες να προσπαθείς, να δημιουργείς, να δουλεύεις σκληρά, τα θεώρησες όλα δεδομένα.

Δεν έχει καμία σημασία αν έχεις χίλια ή δύο χιλιάδες likes στο instagram, η μόνη σημασία που μετράει είναι αυτή που δίνεις εσύ ο ίδιος στον εαυτό σου, αρκεί να το κάνεις για τους σωστούς λόγους. Κράτησε το τελευταίο σου αληθινό χειροκρότημα, την έμπνευση και τη δημιουργικότητά σου για σένα. Μην την πετάς στα λιοντάρια κάθε φορά προκειμένου να θριαμβεύσεις και να βγεις νικητής στη φούσκα της ματαιοδοξίας σου, γιατί ό,τι ανεβαίνει εύκολα εξίσου εύκολα κατεβαίνει.

Συντάκτης: Ανδρέας Πετρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη