Απ’ τα πρώτα κιόλας χρόνια ενός παιδιού ένα απ’ τα πρώτα πράγματα που μαθαίνει από γονείς, εκπαιδευτικούς, παραμύθια και παιδικές εκπομπές είναι η διάκριση του καλού απ’ το κακό. Ο κακός λύκος, η κακιά μάγισσα, ο καλός Σαμαρείτης και λοιπά συγγράμματα και ταινίες ήταν κι είναι εκεί για να δείξουν και να περάσουν τα υποσυνείδητα ή κι ασυνείδητα μηνύματα, που αφορούν στο τι πρέπει να αποφεύγεται και τι να προσελκύεται στη ζωή και την καθημερινότητα ενός ανθρώπου.

Με λίγα λόγια, όποιος φαίνεται να κάνει καλό στους γύρω του είναι καλός άνθρωπος, αξίζει αγάπη, συντροφικότητα και κάθε ευλογία και βεβαίως στην αντίθετη πλευρά, όποιος φαίνεται να κάνει κακό στους γύρω του είναι κακός, δεν αξίζει αγάπη, μόνο περιθωριοποίηση και καμία ευλογία.

Οι άνθρωποι συνήθως νιώθουν μία ταύτιση με οποίον θεωρείται καλός, κατανοούν τη συμπόνια του, τον πόνο του για τον διπλανό, τη δικαίωση κι ό,τι άλλο τον κάνει άξιο να μπει σε αυτήν την όμορφη πλευρά. Κανείς, όμως, δεν αναρωτήθηκε, γιατί ο «κακός» φέρεται έτσι. «Μα αφού είναι κακός, νοιάζεται μόνο για το καλό το δικό του και πολλές φορές επιδιώκει και το κακό των γύρω του χωρίς προσωπικό συμφέρον». Λες κι έχουν νιώσει έτσι για να είναι τόσο σίγουροι, σαν ο ίδιος να μην ένιωσε ποτέ ενοχές, να μην πλήρωσε τα λάθη του με απολύσεις, χωρισμούς ή περιθωριοποίηση, να μην κακοπέρασε εν τέλει πολύ περισσότερο απ’ όσο καλοπέρασε ή που επιδίωξε να καλοπεράσει με τις λανθασμένες επιλογές του.

Καλοί και κακοί δεν υπάρχουν. Όλοι άνθρωποι είμαστε. Υπάρχουν κάποιοι με τα χαρίσματα –γιατί για χάρισμα και μάλιστα μεγάλο πρόκειται– της πραγματικής δύναμης, της αυτοπεποίθησης και του θάρρους, που λανθασμένα και κάπως βιαστικά τους αποκαλούν «καλούς». Πέρα από αυτούς, υπάρχουνε κι αυτοί που στάθηκαν πιο αδύναμοι να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, δειλοί, που εθελοτυφλούν στα δικαιώματα των υπόλοιπων και δρουν βάσει των δικών τους αναγκών κι επιθυμιών -κυρίως επιθυμιών που λόγω αδυναμίας χαρακτηρίζονται «ανάγκες».

Επίσης, αδύναμοι που δε δέχτηκαν απλά ότι είναι κατώτεροι προς το παρόν σε κάποιον τομέα από κάποιους άλλους, αντί λοιπόν να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν έναν υγιή ανταγωνισμό προσπαθώντας περισσότερο, έσκαψαν την τρύπα του διπλανού από ζήλια, χωρίς άλλο κίνητρο παρά την ικανοποίηση του πληγωμένου εγώ τους. Έχουν φτάσει στο σημείο να αρκούνται με την κατάντια, το λάθος ή την πτώση του άλλου παρά να επιδιώκουν τη βελτίωση του εαυτού ή του έργου τους.

Οι παραπάνω, λοιπόν, είναι άνθρωποι που οι τύψεις τους αρκετές φορές δε γεννιούνται καν. Δε δημιουργούνται ενοχές μέσα τους, γιατί στον προσωπικό τους απολογισμό έχουν τη φωλιά τους καθαρή, καθώς θεώρησαν ότι τα «θέλω» τους ήταν τόσο αναγκαία, έως κι απαραίτητα, που δεν είχε σημασία η καταστροφή που ίσως προκαλούσαν σε κάποιον, εφόσον συντηρούσαν το ίδιο τους το «είναι», τον αδύναμο κι ανήμπορο εαυτό τους. Έναν εαυτό, που κατά την ίδια τους την ασυνείδητη γνώμη δε θα τα κατάφερνε διαφορετικά, γι’ αυτό κι αυτό-δικαιολογούνται κι αυτό-προσδιορίζονται σαν καλοί.

Στην πραγματικότητα, καλοί και κακοί δεν υπάρχουν∙ είμαστε μόνο δυνατοί κι αδύναμοι. Εκείνοι δυστυχώς ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία κι αξίζουν ευγενικά την ανθρωπιά και τη συμπόνια μας ως ανώτεροι άνθρωποι.

Συντάκτης: Κυριακή Βουλγαράκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη