Η λέξη «χωριό» για πολλούς είναι συνώνυμη της ανάμνησης. Μια παιδική αγάπη, το γλυκό του κουταλιού κι οι χειροποίητες πίτες της γιαγιάς, οι βόλτες εκείνες που αναπνέεις πραγματικά καθαρό αέρα κι η απέραντη πάντα θέα, είναι απ’ τις στιγμές που ξεχωρίζουν οι περισσότεροι. Είναι το μέρος εκείνο που ο παππούς πρώτη φορά θα σε αφήσει να δοκιμάσεις τον μερακλίδικο ελληνικό καφέ, σε ένα απ’ τα παραδοσιακά καφενεία που γράφουν κάθε ημέρα τη δίκη τους ιστορία.

Τι ιστορία μπορεί να γράψει ένα παραδοσιακό καφενείο στο χωριό, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς. Κι όμως, αυτοί οι τοίχοι έχουν δει κι έχουν ακούσει πολλά, τόσα που αν καταγραφούν φτιάχνουν άνετα ένα μυθιστόρημα γεμάτο μοναδικές σελίδες κι εμπειρίες, με τη διαφορά πως καμιά λέξη του δε θα ‘ναι φανταστική.

Θα τα βρεις συνήθως στην πλατεία του χωριού κι ο εξωτερικός τους χώρος πολύ πιθανόν να είναι διακοσμημένος με πήλινες γλάστρες, με μυρωδάτους βασιλικούς και δυόσμους κι ανθισμένα λουλούδια, κάτω από πλάτανους κι άλλα δέντρα. Σκηνικό που προσδίδει μια απόλυτη ηρεμία σε αντίθεση με τη βαβούρα στις καφετέριες που συναντάμε στην τσιμεντούπολη. Το εσωτερικό τους πάντοτε απλό. Μία κουζίνα, ένα τζάκι ή μία σόμπα κι οι τοίχοι διακοσμημένοι με κάδρα από σημαντικές απαθανατισμένες στιγμές. Κάπου κοντά ίσως κι ένας μαυροπίνακας με τις τιμές του καφενείου.

Ίσως να μην είναι απ’ τα μέρη που θα επέλεγες κάθε μέρα, σίγουρα όμως όταν βρεθείς σε ένα από ‘κείνα τα καφενεδάκια θα μείνεις με τις ώρες. Μια μεγάλη παλιά τηλεόραση, κάπου ψηλά στο βάθος, θα δίνει πάσα στις συζητήσεις, που δε θα σταματούν. Θαμώνες και περαστικοί δεν αργούν να γίνουν μια μεγάλη παρέα, που κοντράρει αλλά σέβεται το συνομιλητή της. Σίγουρα, θα μπεις κι εσύ στην κουβέντα, αφού προηγηθεί η γνωστή και καθόλου απρόσμενη φράση «τίνος είσαι συ»; Η μία απάντηση θα φέρει την επόμενη ερώτηση κι η κάθε λέξη το επόμενο θέμα προς ανάλυση.

Σε αυτά τα παραδοσιακά καφενεία δε θα χρειαστεί να σπαταλήσεις χρόνο για να σκεφτείς την ένδυσή σου και γενικότερα την εμφάνισή σου. Κανείς δε θα σε κρίνει απ’ το πώς φαίνεσαι. Αρκεί μονάχα να φορέσεις την αξιοπρέπειά σου και την καλή σου διάθεση. Η κουλτούρα των ανθρώπων που θα βρεις μέσα σε αυτά θα επιζητεί και θα μείνει ευχαριστημένη με αυτές σου τις χάρες κι όχι απ’ το ταγιέρ ή το κουστούμι σου.

Καθισμένος σ’ αυτές τις ξύλινες καρέκλες θα βρεις στο (επίσης ξύλινο ή και μεταλλικό) τραπεζάκι μπροστά σου κάποιο σπιτικό γλυκό του κουταλιού. Η μυρωδιά και το καϊμάκι του ελληνικού που ψήνεται, είτε στο μπρίκι είτε στη χόβολη, θα σου κρατάει παρέα καθ’ όλη την παραμονή σου στο καφενείο και θα ακούει μαζί σου τις ιστορίες των παππούδων για τους πολέμους, για τις εξορίες που κάποιοι έζησαν, για τις προσφυγικές διαφυγές και για τον έναν και μοναδικό τους έρωτα. Όταν η κουβέντα γυρίσει σε παλιές κι αλησμόνητες αγάπες τη θέση του καφέ θα πάρουν τα ούζα και τα τσίπουρα, με τα απαραίτητα μεζεδάκια για συντροφιά φυσικά.

Το ευχάριστο είναι ότι αυτά τα μαγαζάκια με την ταυτότητα και το δικό τους χαρακτήρα δε θα τα βρεις μόνο σε χωριά αλλά και στα στενάκια μεγάλων και μικρών πόλεων. Τα ερείσματά τους με το πέρασμα του χρόνου διατηρούνται αναλλοίωτα, πράγμα που κρατάει σταθερή και την παράδοσή τους. Σταθερή όπως κι η πελατεία τους. Οι περισσότεροι εκεί μέσα γνωρίζονται κι αν σκάσει καμιά νέα παρουσία, θα φροντίσουν να την μάθουν κι αυτή. Πάει ο καιρός εκείνος που στα παραδοσιακά καφενεία επιτρέπονταν μόνο οι άντρες. Εκεί θα συναντήσεις και γυναίκες, πότε στην κουζίνα συντονίζοντας τα πάντα, πότε ως πελάτισσες. Ίσως βρεις και κάποια πρόθυμη να σου πει το φλιτζάνι.

Ένας μερακλίδικος ελληνικός καφές περιποιημένος και σερβιρισμένος όπως πρέπει, κάμποσοι αυθεντικοί άνθρωποι, μερικά αληθινά χαμόγελα κι ένα ειλικρινές ενδιαφέρον. Λίγη παράδοση και πολλή αγάπη, αυτά είναι τα ελληνικά καφενεία.

 

Συντάκτης: Κυριακή Πολυχρονιάδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη