Μια νύχτα σαν όλες τις άλλες – ή μήπως όχι;

Κι όμως έμοιαζε αλλά δεν ήταν. Για κάποιους ήταν για μας σίγουρα όχι. Ήταν τότε που με κράτησες στα χέρια σου τόσο γλυκά και τρυφερά και με κοίταζες κατάματα σαν να έβλεπες κάτι για πρώτη φορά. Το ίδιο άγγιγμα, όπως κάθε φορά, και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικό.  Το συνόδευε πάντα το ίδιο γνώριμο ρίγος και η ανατριχίλα στην ραχοκοκαλιά μου.

Όμως κάτι ήταν διαφορετικό εκείνο το βράδυ. Κάτι στον αέρα, στον τρόπο που η μυρωδιά σου μπλεκόταν με το μαλακτικό από τα σεντόνια μας. Μου έκαιγε τα ρουθούνια, με υπνώτιζε σαν τον γλυκό μεσημεριανό ύπνο που κάναμε όταν ήμασταν μικροί. Αν μπορούσα να παρομοιάσω κάπως εκείνο το συναίσθημα, θα ήταν όντως σαν αυτόν τον καλοκαιρινό μεσημεριανό ύπνο, που έχεις μαστουρώσει και απλά παραδίνεσαι, είσαι ευτυχισμένος δεν θες τίποτα άλλο από την ζωή σου, νιώθεις πως τα ‘χεις όλα πια. Οι αχτίδες του ήλιου να σε ναρκώνουν έτσι όπως χτυπάνε τις κουρτίνες των ματιών σου. Αυτό ακριβώς. Αυτό το συναίσθημα είναι σαν να ζεις μια ολόκληρη ζωή μέσα σε μια στιγμή. Ανεκτίμητο.

Πάντα αγαπούσα την ποίηση, μα απ’ όταν σε γνώρισα νιώθω κι εγώ μια μικρή ποιήτρια, σκέφτομαι πλέον πολύ μεγάλα για τα μικρά καθημερινά, αυτά που κάνουν την διαφορά.

Ήταν τότε που με κράτησες ξανά για πρώτη φορά, που μου χαμογέλασες εκείνο το χαμόγελο, σαν ήλιος που φώτισε όλο το δωμάτιο μεμιάς κι η νύχτα έγινε μέρα για λίγο, μόνο για μας. Κοινότυπα θα μου πείτε, κλισέ θα σας απαντήσω. Ναι, συμφωνώ ότι ίσως μερικά να είναι, αλλά όσο κλασικά και αν ακούγονται, ο τρόπος που τα περιγράφει κάθε φορά ένας ερωτευμένος σε κάνουν να νιώθεις σαν να χαζεύεις τον πιο όμορφο πίνακα, ν’ ακούς την πιο ωραία μελωδία, που κάθε φορά βρίσκει νέους τρόπους να ανακαλύπτει απ’ την αρχή τα ίδια πράγματα και να σε ταξιδεύει μακριά. Έτσι κι εγώ μαζί σου, σαν άλλος ταξιδιώτης διψώντας να το ζήσω, έριξα το δισάκι μου στον ώμο και ξεκίνησα για το άγνωστο.

Ήταν εκείνη η στιγμή που σε κράτησα κι εγώ, πρώτη φορά τόσο σφιχτά, σαν να το διαισθάνθηκα πως εκείνη η βραδιά είχε κάτι αλλιώτικο. Σ’ ένιωσα τόσο ευάλωτο, σχεδόν εύθραυστο μέσα στα χέρια μου, όταν άρχιζες να μου μιλάς και να με καρφώνεις με εκείνα τα μάτια που αγαπούσα γιατί ήτανε πάντα χαμογελαστά. Ένιωσα πως και η παραμικρή μου κίνηση μπορούσε να σε ραγίσει, να σε σπάσει. Κατάφερα ακόμα και την ανάσα μου να ρυθμίσω με λίγο κόπο, γιατί η καρδιά χοροπηδούσε τρελά μέσα στο στήθος μου!

Κι ύστερα άρχιζες να μιλάς και να μην μπορείς να σταματήσεις, σαν καταρράκτης έτρεχαν τα λόγια σου πάνω μου και με δρόσιζαν. Άρχιζες να μιλάς για όλα εκείνα, που κρυφά μέσα μου ήλπιζα να τα νιώθεις κι εσύ όπως κι εγώ, και ότι αν σταθώ αρκετά τυχερή κάποια στιγμή θα τ’ άκουγα απ’ το στόμα σου. Για τις στιγμές μας, τα πρωινά μαζί, τα ξενύχτια μας χώρια, για την πρώτη φορά που με είδες, για εκείνη την φορά που σε νευρίασα τόσο πολύ που δεν με άντεχες άλλο και μετά σκέφτηκες πως τελικά δεν θα μπορούσες χωρίς εμένα, και ούτε μια μέρα χωρίς την γκρίνια μου και ήρθες και μ’ αγκάλιασες.

Για τα πριν, τα ασήμαντα, και τα δικά μας τα σημαντικά.
Αυτά που ζούμε τώρα κι αυτά που θα ’ρθουν. Σ’ αγάπησα λίγο πιο πολύ μέσα μου εκείνο το βράδυ και ας μη στο είπα ποτέ. Δε σ’ αγάπησα γιατί μου ‘πες όλα αυτά που κάθε γυναίκα λαχταρά ν’ ακούσει, αλλά γιατί μέσα απ’ τα μάτια σου έκανα το πιο  όμορφο ταξίδι και τα ξανάζησα όλα μαζί σου. Ήταν πρωτόγνωρη η γλύκα σου, δεν ήτανε μόνο μια απλή κατάθεση ψυχής, όπως συνηθίζω να βαφτίζω αυτές τις ατελείωτες κουβέντες που δεν καταλαβαίνεις πότε ξημέρωσε. Ήταν και ότι γνώρισα μια άλλη πτυχή του εαυτού σου που η τρελή καθημερινότητα καταπίεζε. Ήσουν εσύ μα και κάποιος άλλος νεότερος ήταν μέσα σου αυτή την φορά. Ο μικρός Γιάννης που κάποτε έπαιζε μήλα στο προαύλιο του σχολείου. Σε καλωσορίζω λοιπόν στην ζωή μου και σένα και σου λέω ναι σ’ όλα όσα μου είπες.

Ναι, θα’ μαι εκεί για σένα στα εύκολα μα προπάντων στα δύσκολα.

Ναι, θα σ αγαπάω κάθε μέρα όσο μπορώ πιο πολύ, σαν να μην υπάρχει αύριο.

Ναι, θα συνεχίσω να σου γκρινιάζω όσο πιο πολύ μπορώ, γιατί αυτό είναι το αλατοπίπερο μας, και μας νοστιμεύει την ζωή.

Υ.Γ. Όταν ο άνθρωπός σου δεν σου το λέει συχνά –το «σ’ αγαπάω», όχι το «σ’ αγαπώ»– δεν σημαίνει πως δεν το νιώθει, και μην ανησυχείς.
Αντιθέτως, πολλές φορές οι πράξεις κραυγάζουν πιο πολλά απ’ όσα θα πούμε ποτέ με τα λόγια.

Συντάκτης: Δήμητρα Τζελίνη