Καθίστε αναπαυτικά και μαζέψτε όσο «άχτι» κι όσα «σιχτίρια» έχετε «εγκλωβισμένα» μέσα σας γιατί μπορεί να θελήσετε να τα ξεφορτωθείτε. Προτού ξεκινήσω  –για να μη μας πουν και μεροληπτικούς–  ας παραδεχτούμε όλοι ομόφωνα ότι ναι, έχουμε υπάρξει κι εμείς, έστω και μία φορά στη ζωή μας, οι κακοί της υπόθεσης. Ναι-ναι, έχουμε σκεφτεί να κάνουμε ένα μικρό –τόσο δα– κακό σε κάποιον υποτιθέμενο «φίλο» ή σε κάποιον εχθρό μας.

Μετά λοιπόν από αυτή τη δήλωση ειλικρίνειας, έρχομαι τώρα εγώ για να μας απαλλάξω από το βάρος της ενοχής. Μπίνγκο! Αυτή ακριβώς είναι η διαφορά. Εμείς νιώθουμε ενοχές, –ευτυχώς– όταν κάνουμε ή λέμε κάτι σκατένιο. Υπάρχει, όμως, ένα είδος ανθρώπων που όχι μόνο δε νιώθουν τύψεις κι ενοχές, αλλά έχουν μάθει να ζουν προκαλώντας οποιοδήποτε κακό στους συνανθρώπους τους.

Όλοι έχουμε γνωρίσει ή παραγνωρίσει τέτοια ύπουλα και πανούργα πλάσματα. Κυκλοφορούν κι «οπλοφορούν» ανάμεσά μας τόσο καλά καμουφλαρισμένα που μας το προσφέρουν απλόχερα και ουπς, το τρώμε το μηλαράκι μας – όπως η Χιονάτη. Τι γίνεται, όμως, όταν το ένα μηλαράκι γίνεται δύο, τα δύο γίνονται τρία, δέκα, εκατό και σταματημό δεν έχουν; Τι γίνεται όταν μαζί με το μήλο πίνουμε κάθε μέρα κι ένα καφεδάκι ως μεγάλα κολλητάρια που είμαστε πλέον; Γιατί; Γιατί τέτοιου είδους άνθρωποι έχουν ταλέντο στο να γίνονται φίλοι σου ή μάλλον στο να νομίζεις εσύ ότι έχουν γίνει φίλοι σου.

Οι πολύ σωστά αποκαλούμενες «σουπιές» λοιπόν, εισχωρούν απροκάλυπτα σε όλο σου τον κόσμο, συναισθηματικό και μη. Καταπατούν με περίτεχνο τρόπο τα εσώψυχά σου και τρέφονται από το δικό σου «ξεγύμνωμα». Έχουν καταφέρει να μαυρίσουν με τη μελάνη τους όλη την ευκολόπιστη μούρη σου κι εσύ να κοιτιέσαι στον καθρέφτη και ν’ αυτοφτύνεσαι για να μη ματιαστείς. Φτου-φτου σκόρδα, αν και τίποτα δε σε σώζει. Η ταλαντούχα «σουπιά» σε τρώει κάθε μέρα με τα μάτια της και να σου τα τηλεφωνήματα στη μαμά για το κοσμοϊστορικό ξεμάτιασμα. «Από το στενό σου περιβάλλον είναι παιδάκι μου», η απόφαση του άμοιρου γαρυφάλλου που τσιτσιρίστηκε για πάρτη σου. «Μπααα αποκλείεται», απαντάς εσύ.

Κούνια που σε κούναγε. Το ισχυρότερο όπλο αυτών των ανθρώπων, είναι το γεγονός ότι σε κάνουν να νιώθεις περίφημα. Να πιστεύεις στην αμέριστη κι ανιδιοτελή συμπαράστασή τους, οποιαδήποτε στιγμή χρειαστείς έναν ώμο για να κλάψεις, βρε αδερφέ. Σου δείχνουν το θαυμασμό τους και σε ανεβάζουν στα ουράνια. «Αχ πόσο σου πηγαίνει αυτό το υπέροχο παντελόνι», «Πόσο ταιριαστό ζευγάρι είστε». Ξύσε τον κώλο σου, παιδί μου. Πίσω από τις λέξεις, δεν κρύβεται ο Αλέξης, αλλά: «Πω-πω πόσο πολύ σε παχαίνει αυτό το άθλιο παντελονάκι», «Εγώ θα έπρεπε να ήμουν στη θέση σου και να είχα αυτόν τον άνθρωπο δίπλα μου. Άντε και πολύ σου πέφτει». Κρίμα να μην τους έχει ανακαλύψει ακόμα ο Κοκκινόπουλος. Θα ήταν οι πιο καλοί, υπεράνω πάσης υποψίας, δολοφόνοι.

Δολοφόνοι μπορεί να μην είναι, αλλά στο μυαλό τους έχουν καταστρώσει πάμπολλα σχέδια για το πώς θα σε φέρουν αντιμέτωπο με δυσάρεστες καταστάσεις. Φυσικά δε θα φταίνε ποτέ εκείνοι. Αδίκως κουράζεις το κεφαλάκι σου. Μάταια αναζητείς μέσα στους εχθρούς σου τον κύριο ένοχο. Τους εχθρούς σου τους ξέρεις. Περιμένεις τα πάντα από εκείνους. Ένα πράγμα σαν το Λεωνίδα και τους τριακόσιους. Ήξερε ότι για ν’ αντιμετωπίσει τους Πέρσες, έπρεπε να επιλέξει τις Θερμοπύλες. Το ήξερε, γιατί ήξερε με ποιους είχε να κάνει. Αυτό που δεν υπολόγισε, ήταν η προδοσία του Εφιάλτη. Ο Εφιάλτης, ως γνήσια «σουπιά», ήταν ένα βήμα πριν από εκείνον. Ένα βήμα, μία προδοσία και μία ολόκληρη ήττα.

«Εφιάλτες» είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Έρχονται στη ζωή σου, κερδίζουν τον τίτλο «φίλος» κι αρχίζουν να αναζητούν τροφή για τη ζήλια, την αλαζονεία, το υπερφίαλο «εγώ» τους. Μαθαίνουν τους εχθρούς σου έναν προς έναν. Τους «ποθούν» απεγνωσμένα. Είναι τα απαραίτητα στρατιωτάκια τους για να εκτελέσουν το έγκλημα εις βάρος σου. Τους πλησιάζουν αριστουργηματικά και στρώνονται όλοι μαζί για ν’ ανοίξουν το δικό σου λάκκο.

Ο δικός σου λάκκος, η δική τους αναπνοή. Παίρνουν ισχυρές τζούρες οξυγόνου όταν προκαλούν την αποτυχία σου, το ξεφτίλισμά σου, ακόμα και τη δυστυχία σου. Χασκογελάνε με κάθε δικό σου δάκρυ, φορώντας, όμως, και μια μάσκα παρηγοριάς. Δε θέλουν να ρίξουν απλά τη μελάνη τους. Δεν τους αρκεί. Επιθυμούν διακαώς ν’ αλλάξουν τον κόσμο, το δικό σου κόσμο συγκεκριμένα. Να φέρουν τα πάνω-κάτω, να τον γκρεμίσουν και να χορέψουν τσάμικο πάνω στα συντρίμμια του. Κι εσύ; Εσύ απλά θα χτυπάς παλαμάκια.

«Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον», όμως, καρδιά μου, γι’ αυτό κι η πανούργα σουπιά κάποια στιγμή αποκαλύπτεται. Εσύ, όταν «ξεπλένεσαι» από τη μελάνη κι ανοίγεις τα γκαβά σου, δεν ξέρεις αν πρέπει ν’ αρχίσεις να κλαις ή ν’ αρπάξεις αυτή τη βρωμοσουπιά και να την φας με κρεμμυδάκια. Ένα είναι το σίγουρο. Νιώθεις τελείως «γυμνός». Νιώθεις πως μοιράστηκες τον κόσμο σου μ’ έναν ψεύτικο άνθρωπο. Με κάποιον που το μόνο που ήθελε ήταν να θρέψει το «τέρας» μέσα του. Εσύ αποδείχτηκες η πιο νόστιμη τροφή του. Μη λυπηθείς τον εαυτό σου που βρέθηκαν «σουπιές» στο δρόμο σου, που «ασέλγησαν» στη ζωή σου. Το «κρίμα» είναι για εκείνους τους «δήθεν» φίλους σου κι είναι μεγάλο.

Δεν ξέρω τι ελαφρυντικό μπορούμε να αναγνωρίσουμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Ας τους αφήσουμε να «λογαριαστούν» οι ίδιοι με τον εαυτό τους.

Λένε ότι τα βράδια που πέφτουμε για ύπνο, είμαστε όλοι ίδιοι. Ίσως κι εκείνοι, όταν ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους, ν’ αναζητούν μέσα τους την απάντηση γι’ αυτή τη συμπεριφορά τους. Μακάρι να την βρουν.

Μακάρι να καταλάβουν ότι η μελάνη που ρίχνουν, γυρίζει πάντα καταπάνω τους. Μέχρι τότε, όμως, από μακριά κι αγαπημένοι…

 

Επιμέλεια Κειμένου: Πωλίνα Πανέρη

 

 

Συντάκτης: Ελένη Μαρκοπούλου