Όλες αυτές οι ιστορίες που στο κεφάλι μας τελειώνουν στο πέμπτο ποτό, ενώ είμαστε σίγουροι ότι υπήρχε και συνέχεια -και μάλιστα δραματική. Αυτές, λέω, που συμπληρώνονται από μαρτυρίες που μαζεύουμε -ή στη χειρότερη έρχονται και μας βρίσκουν- για να μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε τι στο καλό είχε συμβεί όταν αυτό το ευλογημένο –και καταραμένο συνάμα– ρωσικό ποτό αραίωνε το αίμα μας λίγες ώρες πριν. Εκείνες, τις οποίες έρχονται να εμπλουτίσουν τα βίντεο που τραβούσαμε –κατά λάθος στην πλειονότητά τους– κατά τη διάρκεια της νύχτας και θα είναι η αιτία του παντελούς εξευτελισμού μας, άπαξ και πέσουν ποτέ σε λάθος χέρια.

Οι ιστορίες αυτές μας δένουν ακόμη περισσότερο με την παρέα μας. Γιατί πολύ απλά ο ένας μαθαίνει για τον άλλον πράγματα, που κι ο ίδιος αγνοεί. Πόσον μάλλον ο υπόλοιπος κόσμος! Γιατί οι παλαβομάρες που κάναμε θα είναι πάντα το σημείο αναφοράς για συζητήσεις και γέλια στις συναντήσεις μας κι η ελπίδα ότι έρχονται καλύτερες μέρες κάτι ώρες που οι υποχρεώσεις μας κάνουν να ξεχνάμε να αναπνέουμε.

Γιατί όλα αυτά που είπαμε όταν η γλώσσα μας δεν κινούνταν με εντολές του εγκεφάλου μας, έδειξαν τον αληθινό μας εαυτό. Εκείνον που λέει αυτό που σκέφτεται και νιώθει, χωρίς ενδοιασμούς και καθωσπρεπισμούς. Κι αυτός όχι μόνο έγινε αποδεκτός, αλλά αγαπήθηκε κιόλας. Γιατί οι λόγοι που μας ώθησαν στο ποτό, τους οποίους μοιραστήκαμε τα ξημερώματα, μας έκαναν να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον περισσότερο απ’ την ίδια μας την οικογένεια.

Και κυρίως, γιατί είναι κατάδικές μας. Μας χαρακτηρίζουν και μας σημαδεύουν. Δε θα οριζόμασταν χωρίς αυτές. Ίσως και να διαλυόμασταν, κιόλας. Μα είναι αδύνατο να χωριστεί μια παρέα όταν οι πιο έντονες στιγμές της ζωής των μελών της είναι κοινές. Όταν σε αυτήν έχει αφήσει ο καθένας κομμάτια του εαυτού του.

Πώς μπορούμε, αλήθεια, να ξεχάσουμε το συνδυασμό του θρυλικού «δεν είμαι για πολλά-πολλά απόψε» με την επερχόμενη ημικωματώδη κατάσταση; Ή τις στιγμές που η βότκα έκανε γύρους πάνω απ’ τα κεφάλια μας πριν να κάνουν τα κεφάλια μας πάνω απ’ τον υπόλοιπο κόσμο; Ή αυτές που, επιδεικνύοντας αστείρευτη εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, επιχειρούσαμε να σηκώσουμε τον –κατά την άποψή μας– πιο μεθυσμένο μας φίλο, με αποτέλεσμα να χαρίσουμε στο υπόλοιπο μαγαζί το θέαμα να σωριαζόμαστε κι οι δυο φαρδιοί πλατιοί στο πάτωμα;

Θα θυμόμαστε για μια ζωή τη φάτσα μας όταν –κατά την καθιερωμένη καταμέτρηση μετά το club– τύχαινε να ανακαλύψουμε πως είμαστε λιγότεροι. Γιατί άντε να βγαίνουμε πιο πολλοί, δε μας προβληματίζει. Ποτό είναι αυτό, λες, τα πολλαπλασιάζει όλα. Πιο λίγοι, όμως; Εκεί είναι που προσπαθείς να μαζέψεις τα ελάχιστα εγκεφαλικά σου κύτταρα που έχουν μείνει νηφάλια και να τα αναγκάσεις να δουλέψουν υπερωρίες, προκειμένου να φέρεις εις πέρας ρόλο silver alert. Ή να το αναθέσεις σε κάποιον άλλον, που παραδόξως διατηρεί ακόμη μια άλφα διαδοχή στις κινήσεις του. Τέλος, θα έχουμε να διηγούμαστε με ένα χαζό χαμόγελο στα χείλη και λίγες άσπρες τρίχες στο κεφάλι το κάθε επόμενο πρωί, που μπορούσε να μας βρει όπου δε θα μπορούσαμε εμείς να φανταστούμε.

Κι ακόμη κι αν τα ξεχάσουμε όλα αυτά ή αν δε μάθουμε ποτέ τι πραγματικά έγινε σε κάποια βραδιά μέθης μας, δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσουμε το αίσθημα που μας άφησαν. Ότι μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας χωρίς να χρειάζεται να απολογηθούμε. Ότι δεν πρόκειται να κριθούμε για το οτιδήποτε. Ότι ανήκουμε σε μια ομάδα, η οποία θα είναι σύσσωμη, εκεί για εμάς, σε κάθε περίπτωση. Ξεκινώντας από αυτές που θα χρειαστεί να μας πάνε κουβαλητούς σπίτι και καταλήγοντας σε αυτές που θα χρειαστεί να αφιερώσουν ώρες ολόκληρες, για να μας ξεκολλήσουν το μυαλό από αυτά που μας σκαλώνουν.

 

Συντάκτης: Ελένη Σιήμη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη