Έπιασες στο χέρι τις ανασφάλειές σου κι άρχισες να ζωγραφίζεις το τέλος. Σε τύφλωναν τόσο, που νόμισες ότι ο μαρκαδόρος σου κυλούσε πάνω σε γραμμές που πρώτη εγώ είχα χαράξει για μας. Κι αμέσως, ξεκίνησες με το άλλο χέρι να σβήνεις μανιωδώς. Δεν ήξερες τι ήθελες. Ή μάλλον αυτό που ήξερες, σε τρόμαζε. Κι έτσι, επέλεξες να χαθείς, για να γλυτώσεις.

Έτρεξες τόσο μακριά, ώστε να σιγουρευτείς πως ούτε εγώ σε φτάνω, αλλά ούτε κι εσύ εμένα. Περίπου όσο κάνει ένας εγωισμός δρόμος. Καλύτερη άμυνα απ’ την επίθεση δεν υπάρχει, σωστά; Ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται πάγκο και για τους δυο μας. Και μάλιστα, αντίπαλο.

Όμως, δε σκέφτηκες ποτέ σου ότι ίσως εγώ να είχα φυλαγμένη μέσα μου την καλύτερη εκδοχή του «εγώ» σου. Οι δαίμονές σου δε σε άφησαν ποτέ να καταλάβεις ότι με το να διαλύεις εμένα, σκοτώνεις κι ό,τι καλό είχε απομείνει από σένα. Γιατί απ’ την αρχή είχε τον τρόπο της η φαντασία μου να σε ανεβάζει στα μάτια μου. Τόσο ψηλά που δε σε έφτανες. Και τότε έπεσες. Και μαζί σου αναγκαστικά κι εγώ, που δεν μπορούσα να ορίσω τον εαυτό μου σε απόσταση από εσένα. Μα πώς γινότανε πάντοτε και με άφηνες πιο κάτω, ποτέ μου δεν το χώνεψα.

Αρπάζω αποφασιστικά τον αναπτήρα σου. Όπως έκανες κι εσύ όταν ένιωθες να πνίγεσαι. Αναρωτιέμαι. Από τι; Τόσο πολύ σου έπεφτε το «εγώ» μου; Και ποια ακριβώς στιγμή υπήρξε μέσα σου, για να προλάβει να σε πνίξει; Ή μήπως τόσο λίγο ήταν αυτό που μου παραχωρούσες απ’ το «μέσα» σου; Γιατί, ακόμα και τώρα δεν μπορώ να πιστέψω πως ήταν στα αλήθεια, τόσο λίγο.

Όπως και να ‘χει, αποφάσισα αυτό να είναι το τελευταίο τσιγάρο. Κι αυτό με τον δικό σου αναπτήρα. Ειρωνεία, ε; Καθώς σβήνει, θα σβήνεις κι εσύ κι όλες οι αναμνήσεις που με φόρτωσες. Αυτό είναι το σχέδιο. Έγραψα πάνω «όλα όσα δε γίναμε» και τώρα το αφήνω να χαθεί κάπου μέσα στο χωροχρόνο. Ναι, όπως εμάς. Ρουφώ αδίστακτα. Να σου πω την αλήθεια δεν ξέρω αν είναι για να μου τελειώνεις πιο νωρίς ή επειδή στο βάθος διψάω να καώ ακόμα μια φορά για πάρτη σου. Δεν έχει και καμία σημασία, υποθέτω.

Η φωτιά προχωρά όλο και πιο πάνω κι εγώ προτιμώ να κάψω το χέρι μου απ’ το να το πετάξω -και μαζί του κι εσένα. Ο καπνός που με περιτριγυρίζει, ξαφνικά μοιάζει να παίρνει τη μορφή σου. Τόσο χαοτικός κι επιβλαβής, μα σε ζαλίζει και χάνεσαι. Το έμαθα, πλέον.

Πρέπει να αναπνεύσω. Πρέπει να ζήσω μακριά από ό,τι με σκοτώνει. Πρέπει να μην υπάρχεις πουθενά. Ή ακόμα κι αν υπάρχεις, εγώ να μην το ξέρω. Αυτό ήταν. Είσαι μόνο στάχτες στο τασάκι μου πια. Ποτέ ξανά δε θα σου επιτρέψω να έχεις την ιδιότητα αυτή στη ζωή μου. Είμαι ελεύθερη.

Συντάκτης: Ελένη Σιήμη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη