Όλα ξεκίνησαν δειλά-δειλά όταν κάποιος μανιακός με την τεχνολογία, επίδοξος stalker θεώρησε καλή ιδέα το να δημιουργήσει μια εφαρμογή, με την οποία οι χρήστες της θα έχουν τη δυνατότητα να μοιράζονται στιγμές από τη ζωή τους με τους φίλους τους. Άμεσα, χωρίς πολλά-πολλά̭: ούτε φίλτρα, ούτε διορθώσεις, ούτε κείμενα. Απλώς μια επισήμανση του χώρου, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο και μια έξυπνη φράση, να περιγράφει τη στιγμή που τραβήχτηκε η φωτογραφία κι έφυγε. Άσχημη, θολή, ταπεινωτική; Αδιάφορο, αφού ούτως ή αλλιώς θα έχει διαγραφτεί σε λίγες ώρες απ’ τον κόσμο του Snapchat και γενικότερα από τον κόσμο του διαδικτύου.

Μέχρι εκεί, τα πράγματα ήταν ελεγχόμενα, θα μπορούσε να πει κανείς. Απλώς προστέθηκε στο καθιερωμένο καθημερινό χάζεμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άλλη μία δεξαμενή χαμένου προσωπικού χρόνου. Μετά από αυτό, όμως, ακολούθησε μια καλή ημέρα η απόφαση του Instagram, να ενσωματώσει μια ανάλογη λειτουργία στην εφαρμογή. Και κάπως έτσι, εξαλείφθηκε η μάστιγα των check-in, την οποία διαδέχτηκε πανηγυρικά η μάστιγα των stories.

Έκτοτε, μάθαμε απ’ έξω κι ανακατωτά το πρόγραμμα σε όλα τα μουσικά σχήματα της Αθήνας, τα μαγαζιά με τα ωραιότερα brunch, πώς μοιάζουν τα πιο εντυπωσιακά κοκτέιλ, πού μπορούμε να τα βρούμε και ούτω καθεξής. Συνηθίσαμε να ξέρουμε περισσότερα για τη ζωή αγνώστων από ό,τι θα ξέραμε –χωρίς αυτό– για την καθημερινότητα των καλύτερών μας φίλων.

Και τι γίνεται στην περίπτωση των ανθρώπων που προσπαθούμε να προσποιηθούμε ότι μας είναι άγνωστοι, αλλά όλοι ξέρουν πως δεν έχουν καμία σχέση με αυτό; Πόσο ελκυστικό είναι να ξέρεις ότι με το πάτημα ενός κουμπιού μπορείς να αποκτήσεις μια ιδέα για το τι συμβαίνει στη ζωή του ανθρώπου, που στην οποία δεν ανήκεις πλέον; Πόσο δελεαστικό είναι το ενδεχόμενο να μάθεις με ποιους είναι έξω αυτή τη στιγμή και σε τι τραγούδια τσουγκρίζει το ποτήρι του;

Προσπαθείς να παρατηρήσεις την κάθε λεπτομέρεια. Ο φωτισμός προδίδει ένα γνώριμο μέρος. Μα βέβαια, εκεί πηγαίνατε μαζί. Γιατί τώρα πηγαίνει χωρίς εσένα; Φοράει ακόμη το ρολόι που του είχες πάρει στα γενέθλιά του. Δεν μπορεί να το αποχωριστεί ή μήπως δε θυμάται καν ότι προέρχεται από εσένα; Μα να και κάτι αποτσίγαρα στο τασάκι. Άραγε είναι κάποιου φίλου του ή δεν άντεξε το χωρισμό σας κι άρχισε ξανά το κάπνισμα; Το τραγούδι που παίζει, τυχαίο; Προς τι η επιλογή του συγκεκριμένου από ολόκληρη τη βραδιά; Θέλει να σου στείλει κάποιο μήνυμα, ίσως; Και τα κλειδιά στην άκρη του τραπεζιού φαίνονται άγνωστα. Όπως και το χέρι δίπλα τους.

Θα σκάσεις αν δε μάθεις. Και το χειρότερο είναι πως δεν ξέρεις αν θα έσκαγες λιγότερο αν δεν έμπαινες στη διαδικασία να το ανοίξεις το αναθεματισμένο το story.

Η απάντηση, μία. Αδιαμφισβήτητα, αυτή η επιλογή θα είχε μια καλύτερη προοπτική. Κι ο λόγος είναι ότι με το να παρακολουθείς εμμονικά κάποια αποκόμματα της ζωής του άλλου, προτάσσεις τον εαυτό σου να σκέφτεται με τη λογική πως ό,τι κι αν βάλει, απευθύνεται σε εσένα.

Έτσι, ίσως να ικανοποιείς την ενδόμυχη ανάγκη σου να νιώθεις πως καθορίζεις με κάποιο τρόπο ακόμη τη ζωή του. Με το τίμημα, όμως, να δημιουργείς σενάρια που μπορεί και να μην ανταποκρίνονται καν στην πραγματικότητα και που, εν τέλει, μόνο πληγές μπορούν να σου προκαλέσουν.

Είτε τα σενάρια αυτά σε αναστατώνουν πως έχει προχωρήσει, καθώς βασίζονται σε μια ωραιοποιημένη εικόνα που έχεις σχηματίσει μέσα στο μυαλό σου για το πώς περνάει, είτε σε καθησυχάζουν πως ακόμη τρελαίνεται για εσένα, καθώς μειώνεις την εικόνα που αντικρίζεις, για να την προσαρμόσεις στα μέτρα του εγωισμού σου.

Οπότε, την επόμενη φορά που θα είσαι έτοιμος να οργώσεις το Instagram για να μάθεις τι κάνει και με ποιους, θα ήταν καλύτερο πρώτα να κάτσεις και να σκεφτείς σε τι θα σε ωφελήσει -πέρα από την ικανοποίηση της περιέργειας και της επιθυμίας σου να νιώσεις κοντά του. Αν ήθελες κι αν ήθελε, θα ζούσες από κοντά αυτά που τώρα αναλύεις μέσα από μια οθόνη.

Μόνο όταν το συνειδητοποιήσεις αυτό, θα σταματήσεις να δίνεις τροφή σε ό,τι σε πληγώνει. Και τότε, δε θα είσαι πλέον δέσμιος του χώρου, του χρόνου και των ανθρώπων που περιτριγυρίζονται γύρω από κάποιον που δεν περιτριγυρίζει εσένα. Τότε θα είσαι πραγματικά ελεύθερος.

 

Συντάκτης: Ελένη Σιήμη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη