Δε θα ήταν όλα τέλεια. Δε θα ήμουν το ιδανικό για σένα ταίρι, πιθανόν να μη με άντεχες πάνω από μία ώρα. Θα έβρισκες τα άγχη μου υπερβολές και δείγματα αχαριστίας. Στοίχημα θα έβρισκες την γκρίνια μου αποπνικτική, τις διαφωνίες μας σοβαρές, και το διαφορετικό γούστο μας στη μουσική εμπόδιο μεγάλο κι αξεπέραστο.

Θα με έβριζες, θα μου μιλούσες απότομα, κι αφού μαλώναμε επειδή δεν είμαι ο κολλητός σου για να μου μιλάς έτσι, θα σου έκανα μούτρα και δε θα διάβαζα απευθείας στο δευτερόλεπτο τα μηνύματά σου, ούτε θα σήκωνα στο πρώτο χτύπημα τα τηλέφωνά σου. Θα με έγραφες έπειτα κι εσύ με τη σειρά σου, επειδή θα νευρίαζες μαζί μου. Είτε επειδή θα κανόνιζα με τα παιδιά να βγω όταν εσύ δε θα είχες χρόνο για μένα, είτε επειδή δε θα ήθελα να βγούμε έξω στο κρύο γιατί μόλις λούστηκα.

Θα στην έσπαγα πολλές φορές, καθημερινά. Γιατί όπως εγώ δε θέλω να θυσιάσω τη ζωή μου, το πρόγραμμά μου και τους φίλους μου και να τα προγραμματίσω όλα αυτά σύμφωνα με τις δικές σου διαθέσεις, έτσι κι εσύ δε θα έκανες το ίδιο. Θα έβγαινες με την παρέα σου, θα πετούσες κι ένα «στα αρχίδια μου που δε βγήκαμε», και θα ήσουν άνετος και χαλαρός.

Και καθώς αφηγούμαι όλα αυτά τώρα και τα διαβάζεις, γυρνάς και μου λες: αφού θα ήμασταν έτσι, γιατί να σε γνωρίσω; Γιατί να βάλω τον εαυτό μου σε τέτοια διαδικασία, σε τόσους τσακωμούς, σε τέτοια σκαμπανεβάσματα διάθεσης; Μήπως εν τέλει δεν ταιριάζουμε, και με το να το αναλύουμε, το κουράζουμε;

Όπως εγώ θα υπέμενα εσένα, έτσι κι εσύ θα υπέμενες εμένα. Κι αυτό επειδή αξίζει. Δε θα ‘ναι εύκολο, τίποτα που έχει να κάνει με εμάς δεν είναι εύκολο. Αλλά αυτό το «μαζί», έστω και για λίγο, το ζήσαμε. Βασικά, αυτό είναι που μου τη δίνει περισσότερο απ’ όλα: το «λίγο» σου, με το οποίο προσπαθούσα να γεμίσω το «πολύ» μου. Κι ότι παρ’ όλα αυτά, μου έφτανε. Μου έφτανες, κι ας έδινα πιο πολλά. Σου έδωσα πολλά επειδή γούσταρα και το έκανα, δε θα σου κλαφτώ για το ότι δεν έδωσες τα ίδια.

Θα σε κατηγορήσω όμως που πια δε μου δίνεις τίποτα. Που το έληξες έτσι ξαφνικά, επειδή σου τη βάρεσε, επειδή νόμιζες πως βρήκες κάτι καλύτερο. Θα σε φτύσω, γιατί εκεί που πήγαινα να σε ξεπεράσω, εμφανίστηκες και πάλι στη ζωή μου, θέλοντας να γυρίσεις σε μένα και να το προσπαθήσουμε ξανά. Κι ενώ σήμερα μουτζώνω τον εαυτό μου που σε πίστεψα, αφήνω τη συμπεριφορά σου να με απογοητεύει μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ. Για το πόσο ανάξιος εμπιστοσύνης είσαι, πόσο δειλός και πόσο αμακατζής που λένε και στο χωριό μου.

Δε σε κατηγορώ που δεν ένιωσες ό,τι ένιωσα. Σε κατηγορώ, γιατί δεν έδωσες σε εμάς την ευκαιρία που μας άξιζε. Δε μου έδωσες χώρο να γίνω ένα κομμάτι, έστω και μικρό, της καθημερινότητάς σου. Δε μου άφησες να σου δείξω τι είμαι ικανή να κάνω για σένα και τι όχι. Πόσα θέλω ακόμα να δώσω και πόσα κρατάω για εμένα για να μη μείνω άδεια.

Κι εδώ που τα λέμε, δε με άφησες να σε γνωρίσω εγώ η ίδια ρε γαμώτο. Να σε μάθω και να καταλάβω, αν όντως νιώθω ό,τι νιώθω για σένα ή αν σε έχω θεοποιήσει. Να σε έχω στη ζωή μου, να μάθω όλα σου τα στραβά και να με ξενερώσεις απευθείας. Να δω ότι τελικά ούτε έρωτας ήταν μαζί σου ούτε ενθουσιασμός, αλλά κόλλημα. Ένα κόλλημα παράλογο, ανώριμο κι αρρωστημένο. Αρρωστημένο γιατί με το να σε θέλω ακόμα, θέλω ταυτόχρονα κάποιον που δε μου φέρεται όπως μου αξίζει.

Βέβαια, σου οφείλω ένα ευχαριστώ, γιατί μέσα από εσένα συνειδητοποίησα τι με έκανε να κολλήσω με κάποιους προηγούμενους: το ότι δε μου φέρεσαι σωστά. Τραβηγμένο, ξέρω, αλλά αυτή είναι η αλήθεια.

Γιατί θέλω να σε αλλάξω και να σε κάνω να μου φερθείς σωστά. Να σε κοιτάζω και να καμαρώνω για το επίτευγμά μου. Να λέω μέσα μου αλλά και στους γύρω μου ότι δες, δείτε! Ήταν «μαλάκας» και τον έκανα άνθρωπο. Όμως για να λέμε τα πράγματα σωστά, όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας υιοθετήσαμε αυτήν την ταμπέλα. Άλλες φορές τον κάναμε, κι άλλες ήμασταν χωρίς να το καταλάβουμε.

Δε μου δίνεις όμως άλλα περιθώρια, απ’ το να αποδεχτώ ότι πια δε θες και να προχωρήσω, κι αυτό θα κάνω. Δε μου αρέσει, αλλά ακόμη περισσότερο δε μου αρέσει να με βλέπω άλλο να χαλιέμαι και να πρήζω τους φίλους μου για την πάρτη σου. Η απάντηση λοιπόν ήταν πολύ πιο απλή απ’ όσο περίμενα κι απ’ όσο θα ‘θελα: δε θες. Οι λόγοι, οι αφορμές και τα κακώς κείμενα δεν είναι παρά ψιλά πράγματα.

Αν ήθελες, θα ήσουν εδώ τώρα. Αλλά δεν είσαι. Άρα;

Συντάκτης: Ειρήνη Μανουσαρίδου
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου