Μετά το «από τότε που βγήκε η συγγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο», έπρεπε να ακολουθεί το «από τότε που βγήκε το like, χάθηκαν τα κότσια». Γιατί κακά τα ψέματα, η πλειοψηφία των χρηστών που πατάει like οπουδήποτε, έχει έναν απώτερο σκοπό απ’ το να δηλώσει απλώς ότι τους αρέσει το τάδε δημοσίευμα.

Εδώ που τα λέμε, δυσκολεύομαι να θυμηθώ την τελευταία φορά που πάτησα like κάπου επειδή πραγματικά μου άρεσε αυτή η δημοσίευση κι όχι επειδή απλά, για παράδειγμα, την ανέβασε η κολλητή μου ή ένας γνωστός μου. Ένας άλλος λόγος που πολλοί από εμάς κάνουμε like είναι για να κάνουν κι οι άλλοι σε εμάς, γιατί για κάποιο διεστραμμένο λόγο, θεωρούμε πως η αξία της μούρης μας ή ενός τραγουδιού είναι ανάλογη με των αριθμό των likes τους. Like επίσης, θα κάνεις επειδή κάτι ανέβασε το εποχιακό crush σου, το οποίο ό,τι ανεβάσει για σένα είναι τέλειο, ψαγμένο κι ανεπανάληπτο. Και τέλος, στο θέμα μας: τα like-σπόντα που κάνουμε για να μας στείλει ο άλλος.

Όλοι μας το έχουμε κάνει κατά καιρούς, οπότε σήκωσε το βλέμμα σου ψηλά και μην ντρέπεσαι. Θες επειδή ο άλλος μας είχε γραμμένους εδώ και μια βδομάδα και περιμέναμε ότι με αυτή μας την κίνηση θα μας «θυμηθεί» και θα μας στείλει; Ίσως. Μήπως επειδή σκεφτήκαμε πως κι αυτός ο άνθρωπος ήθελε ένα σημάδι από εμάς, ένα έναυσμα, για να κάνει το επόμενο βήμα και να στείλει; Πολύ πιθανό. Εν τέλει, λες εμείς να ήμασταν παραπάνω δειλοί από όσο έπρεπε; Κι έτσι, ψάχναμε διάφορα τεχνάσματα για να βγούμε απ’ τη δύσκολη θέση και να νιώσουμε την ψευδή ικανοποίηση ότι τελικά λύγισε πρώτα ο άλλος κι όχι εμείς; Σιγουράκι.

Γιατί κακά τα ψέματα, όταν θες να στείλεις ένα μήνυμα και δεν το κάνεις, λίγο-πολύ μια δειλία σε χαρακτηρίζει σαν άτομο. Θα μου πεις: «έχω και μια αξιοπρέπεια, ρε Ειρήνη, δε θα στέλνω μόνο εγώ και δε θα παρακαλέσω κιόλας». Μαζί σου, αλλά εφόσον δεν είσαι διατεθειμένος να μαντεύεις τις ορέξεις του άλλου και να παρακαλάς, τότε τι βασανίζεσαι; Κανονικά, δε θα ‘πρεπε να ‘χεις βάλει πλώρη για άλλη Γη, για άλλα μέρη; Αφού το βλέπεις, ο άλλος δε δείχνει το απροκάλυπτο ενδιαφέρον που δείχνει αυτός που γουστάρει, γιατί να υπεραναλύεις και να ξοδεύεις ενέργεια και χρόνο χωρίς λόγο;

«Κι αν είναι ντροπαλός και περιμένει από εμένα;», σκέφτεσαι. Γενικά, είμαι της άποψης ότι αν περάσει ένα Χ χρονικό διάστημα στο οποίο δεν έχει στείλει κανείς σας, κάτι έχει χαθεί, οπότε μην το κουράζεις. Αν όμως εσύ διαφωνείς και θεωρείς ότι αυτή τη φορά παίζει κάτι άλλο στον ορίζοντα, τότε μην το σκέφτεσαι καν και στείλε. Γιατί με το μήνυμα θα πάρεις όλες τις απαντήσεις που ψάχνεις. Όχι μόνο μέσα απ’ τα λόγια του άλλου, αλλά και με τον τρόπο που θα στα πει, ή ακόμη, με το αν θα σου απαντήσει καν ή όχι.

Εν τέλει, τα like-σπόντες αν καταφέρνουν πραγματικά κάτι είναι να σε βασανίζουν κι αυτό επειδή κάθεσαι και περιμένεις. «Θα στείλει; Δε θα στείλει; Κάτσε να κάνω like όταν θα ‘ναι online. Μπήκε, κάνω! Μα γιατί δε στέλνει; Τόση ώρα μέσα είναι. Μήπως να κάνω κι άλλο;».

Όχι, όχι, όχι. Αδιαπραγμάτευτο κι αμετάκλητο, όχι. Με αυτήν την τακτική, ενώ υποτίθεται πως ο στόχος σου είναι να στείλει ο άλλος και άρα να μη βασανίζεσαι, καταλήγεις να βασανίζεσαι ακόμη περισσότερο κι ακόμα χειρότερα, ο άλλος να μη στέλνει καν.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μπεις σε μια τέτοια κατάσταση και δεν αναφέρομαι μόνο στο like. Αναφέρομαι κυρίως στο να προσπαθήσεις να κερδίσεις την προσοχή κάποιου με τέτοιους τρόπους, ενώ κανονικά δε θα έπρεπε καν να μπεις στη διαδικασία να το κάνεις. Αν γούσταρε, θα έστελνε. Κι αν δεν είναι τύπος που τα λέει απ’ το Facebook ή γενικά πίσω από μια οθόνη, θα σου έστελνε για να βρεθείτε από κοντά. Δεν το έκανε; Δε γουστάρει, ή δε γουστάρει τόσο. Το ένα χειρότερο απ’ το άλλο δηλαδή.

Αντί λοιπόν να κάθεσαι και να δικαιολογείς τη στάση κάποιου που στην τελική δεν τον ξέρεις και τόσο καλά, ή αν τον ήξερες ήταν πολύ καιρό πριν, κάτσε και δικαιολόγησε τις δικές σου πράξεις. Γιατί να τραβάς κάτι απ’ τα μαλλιά, ενώ μπορείς να το αφήσεις και να ψαχτείς για κάτι καινούριο, καλύτερο;

Το νέο πάντα μας αναζωογονεί. Έπειτα, μην ξεχνάς ότι δε θα βρεις ποτέ αυτό που πραγματικά ψάχνεις όσο κάθεσαι και συμβιβάζεσαι με καταστάσεις μέτριες, με ανθρώπους που δεν ξέρουν αν σε θέλουν ή όχι κι αν ναι, πώς να στο δείξουν. Και μόνο που αναρωτιέσαι αν σε θέλει ή όχι, πάρε σαν δεδομένο το δεύτερο και προχώρα. Πίστεψέ με, δε θα χάσεις.

Συντάκτης: Ειρήνη Μανουσαρίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη