Και τώρα οι δυο μας. Μόνο βουνό με βουνό δε σμίγει τελικά. Πέρασε πολύς καιρός. Δεν έχεις ιδέα πόσο ανυπομονούσα γι’ αυτή τη μέρα. Πόσες πρόβες έκανα στον καθρέφτη, πόσα αδιάσειστα επιχειρήματα και φανταστικούς διαλόγους στρίμωξα στο μυαλό μου, πόσα δάκρυα έπνιξα πάνω στον εκνευρισμό καθώς θυμόμουν, πόσες φορές δάγκωσα τη γλώσσα μου για να μην παρεκτραπεί και χάσω τον ειρμό και τη λογική της σκέψης μου.

Γιατί αυτή τη φορά δεν έχουμε κάτι να συζητήσουμε, να αναλύσουμε ή να διαπραγματευτούμε από κοινού. Αυτή τη φορά, θες δε θες, απλώς θα μ’ ακούσεις. Η φάση είναι μονόλογος, ναι. Έτσι για την αλητεία. Θα σπάσω τις στιγμές αμηχανίας ανάμεσά μας πολύ γρήγορα, διότι το μόνο που θέλω από σένα είναι να με κοιτάς ευθέως στα μάτια για όσο θα σου μιλάω.

Δε μ’ ενδιαφέρει ν’ ακούσω την παραμικρή εξήγηση, ούτε λέξη. Δε μ’ απασχολεί καν πώς νιώθεις μετά απ’ τον τρόπο που έληξαν τα πράγματα μεταξύ μας. Για να σε προλάβω, δεν είναι ούτε πείσμα ούτε εγωισμός αυτή η αντίδρασή μου. Εγώ θα τη χαρακτήριζα ως ένα κράμα αξιοπρέπειας, συνειδητοποίησης, ωρίμανσης σκέψης και επαναπροσδιορισμού πορείας.

Μ’ έκανες να μην μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια, να πετάγομαι απ’ τους εφιάλτες, να μην εμπιστεύομαι τους ανθρώπους, να αντιμετωπίζω τους πάντες με καχυποψία, να υψώνω τείχη απέναντι σε όλους, να κατεβάζω με το παραμικρό ρολά, να μην έχω διάθεση για ζωή, για δημιουργία, για όνειρα.

Ένιωσα κοντά σου αμέτρητα, πρωτόγνωρα συναισθήματα, τα πιο όμορφα, τα πιο αγνά και συνάμα τα πιο δυνατά και μου τα πήρες πίσω σε μια νύχτα. Έκανα όνειρα σαν μικρό παιδί μαζί σου και τα γκρέμισες με μια κίνηση. Έζησα τις πιο μαγικές στιγμές της ζωής μου δίπλα σου και τις προσπέρασες έτσι απλά. Χωρίς καμιά λογική εξήγηση.

Επομένως όχι και πάλι όχι, δε θέλω να ξέρω, δε θέλω ν’ ακούσω, δε θέλω να μπω στη θέση σου. Μη μου ζητάς να δω με τα μάτια σου την κατάσταση και τα γεγονότα, δε με απασχολεί να το κάνω, γιατί απλά εγώ ποτέ δε θα σε έφερνα σε αυτή τη θέση. Δε με νοιάζει τι θα έκανες εσύ στη θέση μου, τι χειρισμούς θα ακολουθούσες. Δε ζήτησα καν τη γνώμη, την τοποθέτηση ή τη συμβουλή σου, δεν τα χρειάζομαι. Όχι πια.

Αυτή λοιπόν είναι η δική μου θέση. Εσύ με εγκλώβισες σε αυτή δεν ήταν επιλογή μου. Αποφάσισα όμως να υπερασπιστώ και να στηρίξω τον εαυτό μου. Το πώς την πάλεψα είναι δική μου υπόθεση. Έπαψε να σε αφορά απ’ όταν εσύ το διάλεξες. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η ευτυχία μου δεν είσαι εσύ και τώρα το ξέρω.

Τις μέρες που περίμενα ένα τηλεφώνημα, τις νύχτες που ανυπομονούσα για ένα μήνυμα, τα χαράματα που έψαχνα να βρω απαντήσεις, τις ώρες που έκλαιγα με λυγμούς μες στο αυτοκίνητο, τις φορές που μ’ έκανες να νιώθω αδικαιολόγητες τύψεις, τις στιγμές που σχεδόν άγγιξα την τρέλα, με τα ερωτήματα να με πνίγουν. Εσύ που ήσουν ο ήρωάς μου και αποδείχθηκες ο πιο δειλός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ. Με φοβήθηκες, μας φοβήθηκες και προτίμησες τη σίγουρη κι εύκολη λύση. Να φύγεις σαν κλέφτης.

Στην αρχή ήλπιζα να πονάς, να υποφέρεις, να βασανίζεσαι, να αναρωτιέσαι. Παρακαλούσα, το ένα δέκατο απ’ όσο πληγώθηκα να μπορούσες να νιώσεις. Αρκούσε, βλέπεις, για να αντιληφθείς τι πάει να πει «χάνω τον κόσμο ολόκληρο». Στην πορεία, αποφάσισα ν’ αφήσω τη ζωή να κάνει παιχνίδι. Ρόδα είναι και γυρίζει. Και να που γύρισε. Κι αυτή κι εσύ μαζί. Πολύ αργά.

Μου πήρε καιρό μέχρι να το χωνέψω, αλλά τώρα στέκομαι ξανά στα πόδια μου. Δεν είναι κάποια πεισματική αντιμετώπιση ούτε κανένα εγωιστικό παραλήρημα. Είναι η αλήθεια μου, η δική μου αλήθεια. Δεν έχω χρόνο για ανθρώπους τοξικούς, επιβλαβείς για τη διάθεση και την ψυχική μου υγεία. Πώς αλλάζουν οι καιροί; Έγινες κι εσύ ένας απ’ αυτούς.

Και για να ξέρεις, ειλικρινά θέλω να είσαι καλά. Πάντα. Αλλά μακριά μου.

Συντάκτης: Κάτια Σκίτσου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή