Σε θυμάμαι. Το χειρότερο όμως δεν είναι ότι θυμάμαι εσένα αλλά ότι θυμάμαι εμένα δίπλα σου. Ήμουν τόσο χαρούμενη, τόσο ενθουσιασμένη σαν να με είχε μεθύσει ο έρωτάς σου. Έδινες νόημα στην κάθε μέρα μου, με γέμιζες με δύναμη και θάρρος που δε φανταζόμουν ότι θα είχα ποτέ. Έκανες το χρόνο να σταματά και την αιωνιότητα να φαντάζει τόσο όμορφη και τόσο λίγη. Με έκανες να γελάω, να γελάω αληθινά. Ξέρεις πόσο σπάνιο είναι αυτό; Να γελάς με την ψυχή σου κι όχι με τα χείλη σου;

Δεν προσποιήθηκα ποτέ μαζί σου. Ίσως κι αυτό ήταν το λάθος μου. Βολεύει να μην είσαι ο εαυτός σου κάποιες φορές. Έτσι, όταν έρθει το μαχαίρι προς το μέρος σου, δε θα σκοτώσει εσένα αλλά την ψεύτικη μορφή σου. Κι αυτό είναι πιο ανώδυνο. Εγώ όμως σε εμπιστεύτηκα και άφησα στην άκρη τη μάσκα και το ψέμα, επέλεξα εσένα. Εσύ ήθελα να δεις το είναι μου και να το αγαπήσεις. Κανένας άλλος δεν είχε κερδίσει το ενδιαφέρον μου για να το αξίζει. Είχες κάτι διαφορετικό στο βλέμμα και κάτι μοναδικό στη σκέψη που με μάγευαν. Ήσουν ένα φως τόσο δυνατό που με είχε τυφλώσει. Ήσουν πολύ φωτεινός για να ‘σαι σκοτάδι αλλά δεν είχα μάτια για να το δω.

Ερωτεύτηκα τα λόγια σου. Ένιωθα πως εννοούσες κάθε λέξη σου. Όχι γιατί ήταν όμορφες στο άκουσμα, αλλά επειδή ένιωθα την αλήθεια τους. Ακόμα νιώθω το βλέμμα σου να με διαπερνά όταν μου έλεγες «σ’ αγαπώ», ακόμα αισθάνομαι την ψυχή σου να με αγκαλιάζει με ένα σου «να προσέχεις», ακόμα τρέμουν τα αυτιά μου στο «για πάντα» σου και στο «εμείς». Είχες πει πολλά. Ένα βράδυ μου είπες όμως τη μεγαλύτερη αλήθεια σου. Μου είπες πως δύο ψυχές που αγαπιούνται δε χωρίζουν. Πόση αλήθεια έκρυβαν τα λόγια σου τελικά; Πράγματι δύο ψυχές δε χωρίζουν αν πεθαίνουν η μία για την άλλη γι’ αυτό κι εσύ επέλεξες να χωριστούν. «Αντίο»: η τελευταία λέξη που άκουσα από το στόμα σου. H μόνη λέξη που είπες εσύ και ένιωθα πως την έκλεψες από άλλον. Δεν πίστευα ότι μπόρεσες να μου πεις αντίο ενώ εγώ τρόμαζα μόνο και μόνο στο άκουσμά του.

Όλες σου οι υποσχέσεις βούλιαξαν μέσα σε αυτή σου τη λέξη κι έφεραν στην επιφάνεια το ψέμα σου. Απόρησα για το ποιος πραγματικά είσαι και τι πραγματικά σκέφτεσαι. Απόρησα για το ποια είμαι εγώ που σε πίστεψα τυφλά και σε ερωτεύτηκα ανιδιοτελώς. Αναρωτήθηκα πως γίνεται να έπεσα θύμα της ψυχής σου και πόσο ανόητη υπήρξα που σε άφησα να εκμεταλλευτείς την αδυναμία μου για σένα. Εσύ δεν απόρησες όμως, ήξερες τις απαντήσεις. Άφησες εμένα να βασανίζουν τα ερωτηματικά. Εσύ απλώς άφησες ένα βάρος να φύγει από πάνω σου. Εγώ, το βάρος σου, ποιος να το φανταζόταν! Εσύ ναι χώρισες, αλλά δε χωρίσαμε ακόμα. Πέρασαν μέρες μακριά σου και ήταν δύσκολες. Πέρασε ο πόνος, πέρασε ο τρόμος κι έμεινε η απογοήτευση. Ναι, το παραδέχομαι. Υπήρξαν μέρες που ήθελα να σε δω, να σε ακούσω. Υπήρξαν μέρες που σε δικαιολογούσα και που ήλπιζα να γυρίσεις πίσω. Υπήρξαν μέρες που δεν άφηνα τον εαυτό μου να σε βρίζει και να σε απαξιώνει. Δεν ήθελα να θαμπώσω τη λάμψη σου, δεν ήθελα να σε ξεχάσω. Ακόμα κι εκείνες τις μέρες εγώ ακόμα δεν είχα χωρίσει από σένα.

Πέρναγαν οι μέρες, πέρναγαν οι μήνες κι εσύ πουθενά. Πουθενά στη ζωή μου, στην καθημερινότητά μου. Μία από αυτές τις μέρες όμως ξημέρωσε με άλλον ήλιο, πιο φωτεινό. Πιο φωτεινό κι από σένα. Εκείνη την μέρα ξύπνησα και δε σε σκέφτηκα. Εκείνη τη μέρα δε σε έψαχνα στο πλήθος, δεν ένιωθα κάτι να μου λείπει ίσα-ίσα που ένιωθα πιο πλήρης από ποτέ. Δεν είχα ανάγκη πλέον εσένα και τα ψέματά σου για να ολοκληρωθώ, για να γεμίσω. Μου αρκούσε ο εαυτός μου, που είμαι σίγουρη πως θα παραμείνει για πάντα αληθινός. Αυτός δε θα με πληγώσει ποτέ και το ξέρω. Μου αρκούσαν οι φίλοι μου, η οικογένειά μου και τα ενδιαφέροντά μου και όλα τα μικρά πράγματα, που είναι τόσο σημαντικά. Την ημέρα εκείνη η θέση σου δεν ήταν πάνω από το βλέμμα μου αλλά κάτω. Πλέον ήσουν στα μάτια μου και στην ψυχή μου ένας ξένος. Ένας ξένος που μου φέρθηκε χειρότερα κι από γνωστό. Ένας ξένος που ποτέ δε με αγάπησε, ποτέ δε με άφησε να δω τη μαυρίλα που τον σκεπάζει. Αγάπησα έναν άγνωστο που το μόνο που ήξερα ήταν το όνομά του. Ούτε τα συναισθήματά του δεν ήξερα, ούτε τις προθέσεις του. Ήξερα τόσα λίγα γι αυτόν κι αυτός τόσα πολλά για μένα κι αυτό τον έκανε σημαντικό.

Ποτέ δεν είναι αργά όμως για να συνειδητοποιήσεις την πραγματική αξία ενός ανθρώπου και την πραγματική του θέση στη ζωή σου. Αν σε γνώριζα ξανά με την αληθινή σου μαύρη μορφή, δε θα σε έβαζα στη ζωή μου, δε θα σε έβαζα στα όνειρά μου. Αλλά πλέον δεν μετράς, δεν πληγώνεις, δεν έχεις αξία. Μόνο οίκτο νιώθω για σένα. Σε λυπάμαι που φοβήθηκες να είσαι ο εαυτός σου. Είναι κρίμα που δεν είχε την ικανότητα να εκτιμήσει τα «όλα» μου το «τίποτά» σου. Είναι αξιολύπητο που βρήκες παρηγοριά μέσα στην αγάπη μου και ανώριμο, δειλό που προκάλεσες τον έρωτά μου χωρίς να έχεις τη δυνατότητα να τον υλοποιήσεις.

Όχι, λοιπόν πλέον δε με νοιάζεις και δεν είναι το εγώ μου που στο λέει αυτό επειδή το πλήγωσες αλλά η ψυχή μου που συνειδητοποίησε πόσο δεν της άξιζες. Σήμερα λοιπόν χωρίζουμε. Σήμερα που σε απομυθοποίησα, εγώ χωρίζω από σένα. Όχι, δε θέλω δίπλα μου έναν άνθρωπο που παίζει με συναισθήματα, έναν άνθρωπο που δεν έχει μάθει να αγαπά και να πονά, έναν άνθρωπο που δεν ξέρει τι θέλει και παίρνει αξία από την αγάπη που του προσφέρεις απλόχερα. Έναν άνθρωπο που σε έκανε να χάσεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Έναν άνθρωπο που είναι ένα «τίποτα» και η αγάπη μου τον έκανε «κάτι». Έναν άνθρωπο κενό… Σε ευχαριστώ, λοιπόν, που με γλύτωσες από τον εαυτό σου. Δε μου ταιριάζει.

Συντάκτης: Κορίνα Αντωνάκου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή