Τα βλέπεις. Μικρά ανθρωπάκια που τρέχουν από ‘δω κι από ‘κει γεμάτα ενέργεια και ζωή και σε καθηλώνουν. Ζηλεύεις και θες να κλέψεις λίγη απ’ τη ζωντάνια και την υπερκινητικότητά τους κι αυτά με τη σειρά τους ζηλεύουν εσένα που είσαι μεγάλος κι ώριμος και προσπαθούν να κλέψουν λίγο απ’ το «μεγαλείο» σου.

Δεν είναι τόσο οι στιγμές που τα βλέπεις να σου κλέβουν τα ρούχα σε μια προσπάθεια να μοιάζουν μεγάλοι που σου κλέβει την καρδιά, όσο εκείνες οι στιγμές που κάθονται κι αποφασίζουν να σου μιλήσουν σαν μικροί ενήλικες και το πετυχαίνουν.

Αντιλαμβάνεσαι ότι ο δείχτης αντίληψής τους είναι πολύ μεγαλύτερος από ό,τι νομίζεις σε σημείο που σε τρομάζει. Ίσως σε θυμώνει και λίγο διότι ακριβώς εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιείς ότι καταλαβαίνουν πολύ καλά τις παρατηρήσεις που τους έχεις κάνει κατά καιρούς, απλώς έπαιξαν το χαρτί του «μικρού παιδιού» για να την γλυτώσουν.

Είναι αναζωογονητικό να κάνεις τέτοιες συζητήσεις με μικρά παιδιά. Σαν να μιλάς με έναν ενήλικα που έχει ακόμη αγνή καρδιά και καθαρή ψυχή ανέπαφη από θυμούς, μίση και κακίες. Σου δίνουν να καταλάβεις ακριβώς πόσο εύκολα θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα κι αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι το ενδιαφέρον τους δεν είναι προσποιητό ούτε έχει κάποια σκοπιμότητα.

Αρπάζονται από κάτι που σε έχουν ακούσει να συζητάς με άλλους κι έρχονται σε σένα σε μια άκυρη στιγμή κι αρχίζουν να παραθέτουν τις απορίες τους και να αναπτύσσουν το θέμα μέσα απ’ τη δική τους οπτική γωνία. Δε θα περίμενες ένα παιδί να μπορεί να λάβει μέρος και να κρατήσει ένα επίπεδο σε μια τέτοια συζήτηση κι όμως το κάνει.

Το πιο υπέροχο κι ενοχλητικό, δε, είναι όταν καθρεφτίζουν δικές σου συμπεριφορές και σε κάνουν να αντιληφθείς το μέγεθος της αδικίας πολλές φορές. Τα μαλώνεις επειδή άφησαν τα παιχνίδια ή τα παπούτσια τους πεταμένα σε ένα σημείο που δε θα έπρεπε να είναι και καραδοκούν. Στην πρώτη ατασθαλία που θα κάνεις, θα την ακούσεις. Έστω ότι μπήκες σπίτι, πέταξες τσάντα και παπούτσια και τα άφησες στο σαλόνι επειδή είχες ανάγκη από λίγη ξεκούραση, θα σου πουν ότι έχεις αφήσει τα πράγματα σου πεταμένα και θα απαιτήσουν με το ίδιο ακριβώς ύφος και τόνο που είχες χρησιμοποιήσει εσύ, να τα μαζέψεις.

Είναι, επίσης, κι αυτές οι στιγμές που έρχονται να σου δώσουν συμβουλές και χαζεύεις με τη λογική που κρύβουν. Σε άκουσαν να συζητάς έντονα, ή σε είδαν στεναχωρημένο και σε προσεγγίζουν με μια τέτοια γλυκύτητα κι αγάπη που σε σκλαβώνουν επί τόπου. Κι όσο τα ακούς να μιλάνε, τόσο περισσότερο ντρέπεσαι που έχεις εσύ τον τίτλο του ενήλικα κι όχι αυτά.

Είναι κι οι στιγμές που αρρωσταίνεις και βλέπεις την ανησυχία στα ματάκια τους και την προσπάθειά τους να σε φροντίσουν σαν να προσπαθούν να αντιστρέψουν τους ρόλους σας για λίγο. Ρωτάνε πώς νιώθεις, κάνουν ότι σου μετράνε τον πυρετό, σου φέρνουν τα φάρμακα και το νερό και νιώθουν περήφανοι που σε περιποιήθηκαν όσο δεν ήσουνα καλά κι εσύ εννοείται φουσκώνεις διπλά γιατί το παιδί σου σε σέβεται και σε υπολογίζει που σημαίνει ότι κάτι έχεις κάνει σωστά.

Πάνω από όλα, βέβαια, είναι εκείνες οι στιγμές που ηρεμούν κι έρχονται να μοιραστούν μαζί σου τις σκέψεις και τους προβληματισμούς τους κι αντιλαμβάνεσαι ότι στο μικρό τους κεφαλάκι γυροφέρνουν πολλά περισσότερα από τα παιχνίδια και τις δραστηριότητες που θέλουν.

Τα ακούς να σου μιλάνε για το μέλλον τους ή για σημαντικά γεγονότα που έχουν συμβεί κι έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη τους, παραθέτουν τη γνώμη τους και τα πλάνα  τους τόσο οργανωμένα κι εμπεριστατωμένα που απορείς κι εσύ ο ίδιος. Αναλύουν μέχρι και τη μικρότερη λεπτομέρεια κι είναι έτοιμα να απαντήσουν σε κάθε ερώτηση που θα τους κάνεις πάνω στο θέμα.

Μπορεί να είναι μικρά και συμμαζεμένα, αλλά αποτελούν μια συμπιεσμένη δύναμη θέλησης, ελπίδας κι αλήθειας που σε συνεπαίρνει. Πιο καθάρια κι αντικειμενική αλήθεια από αυτή των παιδιών δε θα βρεις κι ίσως θα έπρεπε να περνάμε περισσότερο χρόνο μιλώντας σοβαρά μαζί τους χωρίς να προϋποθέτουμε ότι είναι παιδιά και δεν μπορούν να αντιληφθούν. Είναι ολοκληρωμένοι ενήλικες με πιο απλοποιημένο λεξιλόγιο κι έχουν πολλά να μας διδάξουν για τη ζωή και τη στάση που έπρεπε να έχουμε απέναντί της.

Συντάκτης: Γεωργία Ευστρατίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη