«Αγάπη μου, λατρεία μου, έρωτά μου, ζωή μου και πάθος μου, τζουτζουκάκι και μελιτζανούλα μου, σε λατρεύω, σε θέλω κολασμένα, τι θα έκανα χωρίς εσένα, δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου, αρκούδε μου, μάτια μου, ψυχή μου, δεν αντέχω μακριά σου ούτε πέντε λεπτά, κλείσε εσύ το τηλέφωνο πρώτα, όχι εσύ, όχι εσύ, όχι εσύ…». Φυσικά, όποιος κλείσει το τηλέφωνο πρώτος είναι νεκρός και δεν το έχει καταλάβει.

Ζουν ανάμεσά μας, κυκλοφορούν ελεύθερα και μπορεί να μην τους καταλάβεις, αλλά αλλάζουν σαλιάρα κάθε λίγο και λιγάκι. Παθιασμένοι από έρωτα απ’ το πρώτο λεπτό της γνωριμίας τους, εκθειάζουν το σύντροφό τους με ποικίλα γλυκόλογα χωρίς τελειωμό. Γνωρίζουν το νέο τους αμόρε και πριν περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα για να ερωτευτούν και να παθιαστούν, κατεβάζουν όλα αυτά τα μελιστάλαχτα λόγια σαν αντιβίωση πρωί, μεσημέρι, βράδυ.

Δε σου πάει το μυαλό ότι κάτι δεν πάει καλά; Λίγο υπερβολικό έως κι εριστικό θα το έβρισκα. Ρε, κάπου είναι η φάκα, να το πω, κάτι δεν κολλάει, κάτι να σε προβληματίσει, μήπως να πρόσεχες λίγο; Δεν είναι και τόσο φυσιολογικό, για να λέμε την αλήθεια, ενώ τα πειράγματα απ’ την άλλη είναι πιο ειλικρινή.

Απ’ την παιδική ηλικία, το φλερτ και το πάθος εκδηλωνόταν με πειράγματα, τσιμπήματα, σπάσιμο νεύρων κι όλες αυτές τις υπέροχες αθώες κινήσεις που φτάνουν τα όρια του bullying -δε θα ξεχάσω που ήθελα να τα φτιάξω με το Κατερινάκι στην τρίτη δημοτικού και δεν την άφησα σε χλωρό κλαρί ένα ολόκληρο δίμηνο, τελικά έφαγα χυλόπιτα κι άρχισα να πειράζω το Μαράκι.

Μεγαλώσαμε και μεγάλωσε κι η νοημοσύνη μας κι αντιληφθήκαμε ότι αυτός ο τρόπος εκδήλωσης καψούρας, πάθους κι έρωτα είναι ελεεινός, αλλά πιάνει για έναν παράξενο λόγο που ακόμα η επιστημονική κοινότητα προσπαθεί να κατανοήσει. Έτσι, ώριμοι πλέον, αφήσαμε τα τσιμπήματα και κάθε είδους σωματική βία και δώσαμε βάρος στο σπάσιμο νεύρων με ευφυΐα, πειράζοντας το σύντροφό μας λεκτικά, αλλά ακόμα πού και πού το παιδί βγαίνει από μέσα μας κι ένα γαργαλητό, ένα τσιμπηματάκι, μια πάστα στο πρόσωπο, στην τελική, είναι ικανά να εκδηλώσουν την αγάπη μας.

«Δεν κατεβαίνει άλλο ο καθρέφτης και δε βλέπω καλά πίσω. Είναι ελαττωματικός». «Ο καθρέφτης είναι ελαττωματικός ή εσύ είσαι κοντή και δε φτάνεις να οδηγήσεις κι έχεις κρεμαστεί πάνω του; Πάω να σου φέρω μαξιλάρι να βάλεις κάτω απ’ τον ποπό σου, μπας και ψηλώσεις και βλέπουν οι άλλοι οδηγοί ότι το αμάξι έχει άνθρωπο μέσα και δεν τσουλάει μόνο του» κι εκείνη λαμβάνει δολοφονικό βλέμμα γιαπωνέζου νίντζα, έτοιμη να σε κατασπαράξει, αλλά βαστιέται κι αρκείται σε ένα «Είσαι σαχλός! Μπες μέσα».

«Είμαι έτοιμος για την παραλία» και κάνει πασαρέλα στο διάδρομο του σπιτιού με μαγιό, μάσκα, αναπνευστήρα και βατραχοπέδιλα στα πόδια. «Θαλασσοψυχούλη, βγάλ’ τα μην τρομάξουμε τα παιδάκια στην παραλία και μας κυνηγάει το λιμενικό για αυτόφωρο», με επόμενη σκηνή κυνηγητό μέσα στο σπίτι υπό το εκκωφαντικό φλαπ-φλαπ που κάνουν τα βατραχοπέδιλα, θυμίζοντας κυνηγητό βελοσιράπτορα απ’ το τελευταίο Jurassic Park.

«Καπουτσίνε, πιάσε μου τον καπουτσίνο». «Γιατί με λες έτσι;». «Κοίτα τι καράφλα έχεις κάνει. Μοιάζει με το καπελάκι που φοράνε οι Καπουτσίνοι» και κρατιέσαι να μην τη λούσεις με το γαλακτομπούρεκο που πίνει για καφέ, ενώ γελάει δυνατά και σας κοιτάζει όλο το μαγαζί και σκέφτεσαι να της γεμίσεις το πιστολάκι για τα μαλλιά με αλεύρι μόλις επιστρέψετε σπίτι για να πάρεις εκδίκηση -εκ πείρας μην το δοκιμάσετε αν δεν έχετε ασφάλεια πυρκαγιάς ή πυροσβεστήρα!

Τα πειράγματα δίνουν άλλο χρώμα στη σχέση. Το τσίγκλισμα, το σπάσιμο νεύρων κάνει το αίμα να βράζει, φτάνει στα άκρα –ή σε δολοφονία εκ προμελέτης–, ικανό να ανάψει το πάθος, αλλιώς η σχέση είναι πολύ χλιαρή. Με τα πολλά γλυκόλογα ή με την πλήρη απουσία πειραγμάτων να αρχίζεις να ψυλλιάζεσαι και να αναρωτιέσαι ότι κάτι δεν πάει καλά, ή έστω αναπόφευκτα αρχίζεις να βαριέσαι.

Είναι μουντός ο έρωτας χωρίς μικρά βασανιστήρια και μπηχτές. Γι’ αυτό βγάλτε τα πιτσιρίκια από μέσα σας και πειράζετε ο ένας τον άλλον με κάθε λογής χαζομάρες και παιδικές αηδίες.  Και μην ξεχνάτε μετά απ’ τα πειράγματα, να δίνετε ένα τρελαμένο, παθιασμένο, φιλί (ενώ έχετε μια φέτα λεμόνι στο στόμα) στο σύντροφό σας και να κάνετε ξέρετε τι, ατιμούλικα!

 

Συντάκτης: Γιώργος Μαντάς
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη