«Ο παράδεισος είναι τα παιδιά». Εμείς οι ενήλικοι, οι σοφοί του κόσμου τούτου, για μία φορά μπορέσαμε να κρίνουμε σωστά. Ναι, κρίση. Εμείς, που με τη σοφία και τη δύναμη, έχουμε σηκώσει στους ώμους μας το βαρύ φορτίο να κρίνουμε τα πάντα για τα πάντα, καταφέραμε για μία φορά να αποφασίσουμε σωστά. Όχι τι είναι ο παράδεισος, αλλά πού θα βρούμε τον παράδεισο. Αυτό δεν ψάχνουμε, στην τελική; Να σιωπήσουν όλα και να βρούμε την απόλυτη γαλήνη.

Θα με παρεξηγήσεις εύκολα λέγοντας ότι είμαι ευθυνόφοβος, ανίκανος να σηκώσω το φορτίο της ενήλικης ζωής, να αντιμετωπίσω τα προβλήματα των μεγάλων. Ότι μου έκατσε βαριά που έφυγα απ’ την ομπρέλα προστασίας των γονιών μου. Αυτό δεν εννοούμε με την ενηλικίωση; Να φορέσουμε πανοπλία, ξίφος και γνώση και πονηριά για να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε το σκληρό και βάρβαρο –τύραννο δράκο– κόσμο που ζούμε. Ο λόγος που τον κόσμο τον καταντήσαμε έτσι, είναι άλλο θέμα.

Όλοι μας, ανεξαιρέτου ψυχής που πατάει σε τούτη τη γη, φτιαγμένοι από κάρβουνο γεννηθήκαμε για να αφήσουμε το σημάδι μας σε κάτι που δε μας ανήκει κι υπάρχει και θα υπάρχει πολλά περισσότερα χρόνια από εμάς. Και το διαμάντι, άλλωστε, κάρβουνο είναι. Κάτω από συγκεκριμένες διεργασίες το κάρβουνο αλλάζει μορφή και μετατρέπεται σε κάτι τόσο πολύτιμο. Υπάρχουν και κάρβουνα που είναι τυχερά και καίγονται για να ζεστάνουν τα υπόλοιπα. Άρα, όλοι μας γεννηθήκαμε το ίδιο, αλλάξαμε ή όχι μορφή, τσαλακωθήκαμε, καήκαμε, ομορφύναμε, σαπίσαμε.

Αυτό τείνουμε να το ξεχάσουμε στην πορεία της ζωής μας. Το προϊόν του σήμερα ξεκίνησε απ’ το ίδιο σημείο με όλα τα προϊόντα. Ένα παιδί δεν το ξεχνάει. Βασικά δεν το κοιτάει. Δεν ξέρει να το κοιτάξει. Στα μάτια ενός παιδιού όλα κι όλοι είναι ίσοι. Δεν το ενδιαφέρει αν το άλλο παιδί είναι μαύρο, κίτρινο, χοντρό, χωρίς χέρι ή με σύνδρομο Down. Αν εκείνο έχει φαγητό κι ένας άνθρωπος δίπλα του δεν έχει, θα του το προσφέρει χωρίς ενδοιασμό. Δεν το ενδιαφέρει αν βιάζεται ή είναι ώρα παιχνιδιού. Μπορεί να μην καταλαβαίνει πώς παράγεται το φαγητό ή την αξία του, αλλά έχει πεινάσει και γουργουρίσει το στομάχι του κάποτε και το φαγητό του έδωσε χαρά. Κι αυτό κάνει. Δε δίνει το φαγητό του, δίνει χαρά.

Το παιδί έχει καθαρά συναισθήματα και τα εξωτερικεύει. Όταν χαίρεται με την ψυχή του, κάνει μόνο αυτό. Το απολαμβάνει. Ένας ενήλικας περισσότερο σκέφτεται πόση διάρκεια θα έχει η χαρά μέχρι να τελειώσει. Γιατί ξέρει πως κάποια στιγμή θα τελειώσει. Έχει βρομίσει τη χαρά του με λύπη -ή ενοχή, ή αμφιβολία! Το παιδί θα στεναχωρηθεί για κάτι που του φάνηκε άδικο στη φύση και στον άνθρωπο και θα κολυμπήσει στη θλίψη έντιμα με δάκρυα. Δε φοβάται να εκτεθεί, να κριθεί ή να καταπιέσει τα συναισθήματά του. Απλά, τα εκφράζει.

Καταφέραμε να βάλουμε τον κόσμο σε καλούπια. «Για να πετύχεις στη ζωή σου, για να είσαι εξασφαλισμένος, για να κάνεις οικογένεια, για να επιζήσεις, θα πρέπει να…». Εκείνο το μικρό διαβολάκι μόλις ζωγράφισε ένα μήλο που μοιάζει με πατάτα κι είναι μοβ. «Όχι, δεν είναι έτσι ένα μήλο», του επιδεικνύουμε σαν αστυνομικοί του σωστού. Ψαλιδίζουμε τη φαντασία του για να τη φέρουμε στη πραγματικότητα που εμείς, οι θεοί ενήλικες, έχουμε φτιάξει. Και πώς θα αλλάξει ο κόσμος σε κάτι καλύτερο φυλακίζοντας τον αγνό νου;

Ο νους τους είναι στον ουρανό και πατάνε στη γη για να τη σκαλίσουν και να την εξερευνήσουν. Εμείς, οι έμπειροι της ζωής, πρέπει να τους κόψουμε τα φτερά για να προσγειωθούν στην πραγματικότητα. Γιατί η κοινωνία μας έχει ανάγκες από εργάτες κι όχι ονειροπόλους. Για να γίνεις υπάκουος σε όλα, δε χρειάζεται να σκέφτεσαι έξω απ’ το κουτί που σου βάζω. Ανέκαθεν φωνάζαμε για αλλαγή χωρίς να την επιζητούμε. Πώς θα έρθει η αλλαγή αν δεν της δίνουμε αέρα να αναπνεύσει; Πώς θα σπάσουμε τα δεσμά του καρκινώματος που σαπίζει τον κόσμο μας, όταν εμείς οι ίδιοι χάσαμε τη θεραπεία από μέσα μας;

Ρώτησε ένα παιδί –που δεν έχει πάει σχολείο ακόμα και δεν έχει τη σοφία μας– τι θα γίνει όταν μεγαλώσει. Δε θα λάβεις ποτέ απάντηση που να σχετίζεται με λεφτά ή αποκατάσταση. Θέλει να γίνει κτηνίατρος για να κάνει καλά τα άρρωστα ζώα. Θέλει να γίνει γιατρός για να μη στεναχωριέται ο άνθρωπος απ’ τις ασθένειες. Θέλει να γίνει δάσκαλος γιατί του αρέσει να μαθαίνει και να μάθει κι άλλους. Θέλει να γίνει πυροσβέστης για να μην καίγονται τα δάση που παίζει. Θέλει να γίνει αστυνομικός για να προστατεύει την κοινωνία απ’ τους κακούς. Θέλει να γίνει ήρωας. Κανένα παιδί δεν έχει όνειρο να γίνει λογιστής, για παράδειγμα. Θέλει να γίνει κάτι, δηλαδή, για να προσφέρει στην κοινωνία. Και ποιος από εμάς διάλεξε ένα επάγγελμα με μόνο κριτήριο την προσφορά του στο σύνολο; Πού πήγε η προσφορά σε κάτι μεγαλύτερο απ’ το δικό μας εγώ;

Σε ένα παιδί δίνεις αγάπη, στοργή, ασφάλεια, τρυφερότητα. Χτυπάει κι είσαι εκεί, δίπλα του να του καταπραΰνεις τον πόνο αμέσως. Κλαίει και προσπαθείς με μύρια τεχνάσματα να το κάνεις χαρούμενο. Το αφήνεις να λερωθεί στις λάσπες για να δεις το χαμόγελο της ευτυχίας. Ρώτα τον ενήλικο εαυτό σου, πόσες φορές σε αντιμετώπισες, έτσι ακριβώς, σαν παιδί; Ρώτα, πόσα όνειρα έκανες σαν παιδί και γιατί δεν τα πραγματοποίησες ποτέ; Ρώτα, πού πήγε ο παράδεισος από μέσα σου;

Μεγάλωνε τον εαυτό σου, όπως θα μεγάλωνες το παιδί σου. Εκεί είναι η λύση σε όλα.

Συντάκτης: Γιώργος Μαντάς
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη