Είναι μεγάλη ειρωνεία να έχουν περάσει τόσα χρόνια κι εγώ να βρίσκομαι εκεί, λες κι είμαι στο χθες. Εγκλωβισμένος ή έχω λυτρωθεί από εσένα; Η λύτρωση είναι αμαρτωλή λέξη για να την ξεστομίζω. Να προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι ήσουν κάτι απ’ το οποίο έπρεπε να ξεφύγω. Δεν προσπαθώ να σβήσω όλες εκείνες τις στιγμές, αλλά τη θλίψη που μου προκαλεί η απουσία σου. Αυτό θα είναι λύτρωση.

Αν όμως μας ξεχάσω, θα αφαιρέσω και την αξία των στιγμών που φτιάξαμε μαζί. Και τις κρατάω καλά στο κομοδίνο μου, να μη δουν το φως. Γιατί τότε θα πρέπει να τις αντιμετωπίσω. Να με αντιμετωπίσω. Κάθε φορά μου φαίνεται πως είναι πολύ σύντομο για να το κάνω, κι ας έχουν περάσει τα χρόνια. Δεν είμαι έτοιμος.

Χθες στο όνειρό μου με επισκέφτηκες. Ήμουν εξαντλημένος απ’ την καθημερινότητά μου κι ήθελα το κορμί σου δίπλα μου να με ηρεμήσει και να νιώσω ασφάλεια. Αδύνατον πλέον. Σε έβαλα μέσα στην ψευδαίσθηση του ονείρου μου, να κλέψω λίγο απ’ αυτό το συναίσθημα. Το πρόσωπό σου θολό κι η φωνή δεν ξέρω αν ανήκε σε σένα. Έχει περάσει και καιρός. Συγγνώμη. Αυτό που ένιωσα όμως, σίγουρα ήσουν εσύ. Ξύπνησα μ’ ένα πλατύ χαμόγελο που βράχηκε από δάκρυ. Το μαξιλάρι δίπλα μου ήταν άδειο κι όμως· τ’ ορκίζομαι, σε μύρισα!

Πώς είναι δυνατόν ακόμη να μυρίζω το σώμα σου, χωρίς να είσαι καν εκεί; Τι παιχνίδια μου κάνει το άτιμο μυαλό μου, να ξεκινάει η μέρα μου μ’ αυτόν τον τρόπο;

Κάπου διάβασα πως όταν κάποιος νιώθει κάτι δυνατό για έναν άλλο άνθρωπο, οι άγγελοι παίρνουν στις χούφτες τους το συναίσθημά του, γιατί προκύπτει από καθαρή αγάπη, και το βάζουν μέσα στα όνειρα αυτού που σκέφτεται. Έτσι επικοινωνούν οι σκέψεις τους. Αυτό μου συμβαίνει;

Τόσα χρόνια κι ακόμη απορώ αν μ’ έχεις ακούσει. Αν έχεις ακούσει την προσευχή μου. Μόνο αυτό μου έμεινε. Να κλείνω τα μάτια μου, να ενώνω τις παλάμες μου και να προσεύχομαι ολόψυχα ν’ ακούς τη σκέψη μου. Πού είσαι, άγγελέ μου;

«Πρόσεχε μην πλανηθείς, γιατί είναι χάρτινοι οι άγγελοι». Ακόμη μέσα μου παλεύω να κατανοήσω αν ήσουν εσύ που μου προκάλεσες όλα αυτά τα ωραία συναισθήματα ή μου άρεσε ο εαυτός μου δίπλα σου, που με κάνει σαν ναρκομανή να θέλω κι άλλο απ’ αυτή τη δόση. Όταν έχεις δει, έστω και για λίγο, εκείνη τη χαρά, εκείνη την αγάπη που δε σε νοιάζει τίποτα άλλο, πώς να μην τα αναζητάς καθημερινά; Σε ρωτάω! Εσύ ή εγώ; Ή μαζί;

Τα γράφω συνέχεια και συνέχεια μυρίζει το χαρτί που καίγεται στο τασάκι μου. Καμένες σκέψεις να κάνουν παρέα στο τσιγάρο μου. Και γιατί να το κόψω; Καμένο χαρτί εγώ, καμένο χαρτί κι αυτό. Και τα δύο απολαυστικά, σκοτώνουν αργά και βασανιστικά. Και περιμένω να έρθει στο παράθυρό μου ο Πεχλιβάνης για να μην μπορούν οι σκέψεις μου ν’ ανασάνουν.

Ρώτησα μια μέρα έναν παππούλη τι είναι ο παράδεισος κι η κόλαση. «Κόλαση, παιδί μου, είναι η απουσία του Θεού. Η απουσία της χαράς. Να την έχεις ζήσει, να την βλέπεις και να την ακούς γύρω σου και να μην μπορεί να σε ακουμπήσει ξανά. Αυτό είναι η κόλαση, παιδί μου».

Φίλα με, να αισθανθείς την κόλασή μου!

 

Συντάκτης: Γιώργος Μαντάς
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου