Είναι σούρουπο. Το φως του ηλίου υποχωρεί για να πάρει τη θέση του αυτό του φεγγαριού. Το αεράκι του Μάρτη μυρίζει άνοιξη κι έρωτα. Μετά την προπόνηση, αποφασίζεις να σταματήσεις για μια βόλτα στην παραλία. Βγάζεις τα αθλητικά σου παπούτσια. Ανακούφιση ενώ ακουμπάς με τα γυμνά σου πόδια την παγωμένη αμμουδιά. Είναι η στιγμή σου να χαλαρώσεις –επιτέλους– απ’ την ένταση της ημέρας.

Ο ήχος απ’ το ελαφρύ κύμα ρουφάει κάθε έγνοια και το μυαλό σου αδειάζει. Αποφασίζεις να ξαπλώσεις για λίγο να χαζέψεις τον ουρανό. Η παγωμένη άμμος κολλάει πάνω σου. Χαλαρώνεις. Το μυαλό σου επαναφέρει τις λέξεις απ’ το τελευταίο άρθρο που διάβασες βιαστικά μέσα στο λεωφορείο, καθ’ οδόν για τη δουλειά σου. «Παράλληλα σύμπαντα»!

Λες; Σιγά! Κι αν, όντως; Προσπαθείς να θυμηθείς τις επιστημονικές λεπτομέρειες που ανέφερε –κάτι περί νόμων φυσικής και κβαντομηχανικής, ένα ηλεκτρόνιο που υπάρχει ταυτόχρονα σε όλες τις πιθανές θέσεις σε έναν χώρο και κάτι άλλα ακαταλαβίστικα–, αλλά άλλο κομμάτι του άρθρου σου έχει κινήσει την περιέργεια. Ότι υπάρχουν μύρια μυριάδων πλανήτες, αντίγραφα της δική μας Γης κι άλλες τόσες εκδοχές του εαυτού σου. Παράλληλα. Και καλά, κάθε επιλογή που έχεις και δεν έχεις κάνει στη ζωή σου, την έχεις κάνει. Ότι είναι πραγματικότητες.

«Ωραία», λες. «Το έκαψα. Εγώ σήμερα είχα την επιλογή να πάω για ένα καφέ με έναν φίλο μου ή να βγω για τρέξιμο και βγήκα για τρέξιμο. Δηλαδή, σε ένα παράλληλο σύμπαν, εγώ πήγα για καφέ με τον φίλο μου και η ζωή μου συνέχισε τελείως διαφορετικά. Και τι θα άλλαζε στη ζωή μου αν πήγαινα για καφέ τελικά;». Χάνεσαι στη σκέψη αυτή και ξεκινάει να κλέβει τον νου σου αυτό το αρχέγονο ερώτημα: «Τι θα γινόταν αν;».

Τι θα γινόταν αν πήγαινα εκείνο το βράδυ στο πάρτι; Πώς θα ήταν η ζωή μου αν δε σπούδαζα κι ακολουθούσα το ταλέντο μου; Αυτό είναι εύκολο, «σιγά το ταλέντο που έχεις», λες στον εαυτό σου και χαζογελάς. Σε τι φάση θα ήμουν αν είχα δώσει εκείνο το φιλί το περασμένο καλοκαίρι; Η μια ερώτηση διαδέχεται την άλλη, χωρίς να υπάρχει καν απάντηση.

Πρέπει να έχει περάσει ένα μισάωρο, γιατί έχει βγάλει ψύχρα. Ο ιδρώτας σου έχει παγώσει. Ένα μικρό μυρμήγκιασμα σε ενοχλεί απ’ την άμμο που έχει κολλήσει στη πλάτη σου. Λες να φύγεις, μα σε θάμπωσε να μπαινοβγαίνεις στον χωροχρόνο. Συνεχίζεις να παίζεις αθώα το ίδιο παιχνίδι, μέχρι που ρωτάς τον εαυτό σου: «Τι θα γινόταν αν, εκείνο το βράδυ, που μου είπε τέλος, τέλος στη σχέση μας, έμενα σπίτι μας να το παλέψω και δεν εξαφανιζόμουν;». Έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε. «Έχεις βάλει τη ζωή σου σε μια σειρά», προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου.

Νιώθεις την άμμο πιο κρύα και το κύμα ακούγεται πιο άγριο. Ένας κόμπος στο στέρνο σου δείχνει πως σε χαλάει το παιχνίδι αυτό, μα σαν σειρήνα σε καλεί να το συνεχίσεις. Χάνεσαι στη δίνη της φαντασίας. Βλέπεις ότι είστε μαζί.  Ένα δάκρυ πάει να σκάσει, το κρατάς. Οραματίζεσαι στα αστέρια εσάς, να έχετε οικογένεια. Χαμόγελα κι αγκαλιές. Φωνές και γέλια. Εκείνη την ασφάλεια που ένιωθες για το μέλλον, όταν κρατούσατε το χέρι του άλλου. Σαν να παίζει 35άρι φιλμ παλιού κινηματογράφου, περνάνε αυτές οι εικόνες από μπροστά σου.

Πέφτει αστέρι και κάνεις γρήγορα ευχή, ελπίζοντας να ζωντανέψει το όραμά σου αυτό. Έχεις γεμίσει φως απ’ τη σκέψη ότι σε ένα παράλληλο σύμπαν το ζεις! Είναι δικό σου. Έχεις αφήσει το κορμί σου πίσω και ταξιδεύει το μυαλό σου στην εκδοχή σου που θα ήθελες να είσαι. Το νομίζεις αληθινό. Είναι πραγματικό;

Παγώνεις. Ένα αφρισμένο κύμα έφτασε μέχρι τα πόδια σου. Τσατίζεσαι που σου έκοψε το παιχνίδι, αλλά το βλέπεις πλέον ανούσιο να γυρίσεις πίσω και ξεκινάς για την επιστροφή σου. Η ώρα έχει περάσει. Τινάζεις σχολαστικά την άμμο που έχει μπλεχτεί παντού και με μουσκεμένα τα πόδια σου, φοράς τα αθλητικά σου.

Γύρω σου, τα φώτα κι οι ήχοι της πόλης σπάνε το μαύρο της νύχτας. Αυτά τα γνώριμα ρίχνουν πάλι την άγκυρά τους και σε κρατάνε στον κόσμο που εσύ υπάρχεις πραγματικά. Γυρνάς το κορμί σου παθητικά προς τη θάλασσα. Το βλέμμα σου αντικρίζει για μία ακόμα φορά τον ουρανό κι αναρωτιέσαι: Τελικά, σε ποια πραγματικότητα απ’ όλες θέλω εγώ να ζω;

Συντάκτης: Γιώργος Μαντάς
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη