Έφτασε τέσσερις το πρωί κι είμαι τόσο χαρούμενη που ξαπλώνω δίπλα σου, σε αγγίζω και σε κοιτάζω, αλλά και κουρασμένη. Όχι τόσο σωματικά –πίστεψέ με, δίπλα σου για έναν πολύ περίεργο λόγο νιώθω δυνατή και γεμάτη ενέργεια ό,τι ώρα και να είναι– το μέσα μου νιώθω κουρασμένο.

Κουράστηκα να προσπαθώ να σε κάνω να νιώσεις ό,τι νιώθω για εσένα, κουράστηκα να προσπαθώ να συγκρατήσω το στόμα μου να μην πει αυτά που φυλάει για εσένα. Κουράστηκα να προσπαθώ να συγκρατήσω τα μάτια μου, μην προδώσουν τον ενθουσιασμό μου όταν πέφτουν πάνω σου, μα πάνω από όλα κουράστηκα να μη σε έχω.

Η αλήθεια είναι ότι φταις κι εσύ λίγο. Ο τρόπος που με κάρφωσες στα μάτια εκείνη τη νύχτα ήταν σαν να απαιτείς να γίνω δική σου. Βλέμμα όλο υποσχέσεις, τουλάχιστον έτσι με έκανε να πιστέψω ή ίσως αυτό να ήθελα εγώ να πιστέψω.

Ξέρω ποιος είσαι, κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, κάθε ελάττωμά σου σε εμένα μοιάζει γοητευτικό. Ξέρω ότι ποτέ δε θα γίνεις δικός μου, όμως μου είναι αδύνατο να ξεφύγω από εσένα. Και σε κοιτάζω, ακόμα κι όταν κοιμάσαι είσαι τόσο όμορφος. Κάθε λεπτομέρεια του κορμιού σου και του προσώπου σου μαζί δημιουργούν τον ορισμό της τελειότητας  και σκέφτομαι πως δεν μπορώ να ξεφύγω από ένα πλάσμα σαν εσένα.

Λατρεύω τον τρόπο που κινείσαι, τον τρόπο που μιλάς, τη φωνή σου, το χαμόγελό σου, το πόσο άτσαλος είσαι ώρες-ώρες και πόσο ιδιότροπος γίνεσαι, σαν μωρό, όταν νυστάζεις. Σε λατρεύω, αυτό είναι και μου φτάνει να σε βλέπω να γελάς -κι ας μη σε έχω. Φαντάζομαι εσένα αγκαλιά με άλλη και τρελαίνομαι, δεν μπορώ ούτε τη σκέψη, μα τρελαίνομαι πιο πολύ όταν ξέρω πως εσύ δε νοιάζεσαι και ιδιαίτερα να με χάσεις. Μα, αγάπη μου, πρέπει να καταλάβεις πως είτε σε νοιάζει είτε όχι, εγώ άλλον δε θα βρω. Όχι γιατί δεν μπορώ, ξέρεις πολύ καλά ότι μπορώ, απλά δε θέλω.

Θέλω τόσα να σου πω, μα δε βγαίνει λέξη απ’ το στόμα μου. Είσαι τόσο ήρεμος κι όμορφος όταν κοιμάσαι που δε θέλω να χαλάσω την ηρεμία σου ή να σε ξενερώσω ή ακόμα χειρότερα να σε κάνω να μη θέλεις να με ξαναδείς. Εσύ κοιμήσου, εγώ θα σε κοιτάζω και θα σε προσέχω, μην ξεσκεπαστείς και μου κρυώσεις.

Θέλω τόσα να σου πω, αλλά φοβάμαι, μη χάσω τα λίγα που μου δίνεις. Μου είναι αρκετά αυτά, όχι γιατί δεν αξίζω κάτι παραπάνω –γιατί αξίζω και μου το είπες κι εσύ πολλές φορές–, απλά προτιμώ τα λίγα από εσένα παρά τα πολλά από κάποιον άλλο. Εσύ, αγάπη μου, κοιμήσου κι εγώ θα περιμένω να ξυπνήσεις και να με πάρεις αγκαλιά.

Τώρα που το σκέφτομαι λίγο καλύτερα, όχι, δε θα περιμένω να ξυπνήσεις, δε θα περιμένω να με πάρεις αγκαλιά. Θα ντυθώ γρήγορα-γρήγορα και θα φύγω πριν ξημερώσει. Θα βρω τη δύναμη και θα το κάνω∙ τώρα ή ποτέ! Δε με έκανε η μάνα μου για να βασανίζομαι για χάρη κάποιου, που πολύ απλά δε με θέλει αρκετά.

Έχω δύναμη μέσα μου, αρκετή για να φύγω τώρα αμέσως. Θα κλείσω και τα τηλέφωνα να μην μπορείς να με βρεις -πολύ αμφιβάλω ότι θα με ψάξεις βέβαια, αλλά λέμε τώρα. Μόνο αν φύγω θα συνειδητοποιήσεις την αξία που έδινα στη ζωή σου και τότε θα καταλάβεις ότι τελικά κι εσύ ένιωσες -κι ας μην το παραδέχτηκες ποτέ.

Αχ Θεέ μου, τρελάθηκα εντελώς, να φύγω να πάω πού; Κακό στον εαυτό μου θα κάνω, αφού δεν μπορώ ούτε μέρα χωρίς να σου μιλήσω έστω και λίγο. Κάποτε ίσως νιώσεις κι εσύ ή ίσως βρω τη δύναμη να φύγω εγώ. Προς το παρόν, θα κάτσω να σε κοιτάζω να κοιμάσαι και θα σε προσέχω, μην ξεσκεπαστείς και μου κρυώσεις.

 

Συντάκτης: Στέλλα Πέτρου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη