Βρέθηκα κάποια στιγμή σε μια παρέα και μιλούσαμε για ζήλια. Δύσκολο θέμα, αγκαθωτό, κάποιες φορές αστείο, κάποιες τραγικό, ποτέ όμως αδιάφορο. Έλεγε ο ένας πως ζηλεύει, έλεγε ο άλλος πως δε ζηλεύει, ανταλλάσαμε εμπειρίες, συμβουλές, απόψεις, τηλέφωνα γιατρών, κωμικοτραγικές ιστορίες δικές μας ή φίλων, γενικά ωραία περάσαμε, δεν μπορώ να πω.

Πολλές οι πτυχές, μεγάλο και το ενδιαφέρον αφού όλοι λίγο ή πολύ τα νιώσαμε τα τσιμπηματάκια μας κατά καιρούς. «Άλλο ζήλια, άλλο κτητικότητα» έλεγε κάποιος και τον κοιτούσαμε όλοι σαν το σοφό του χωριού· «Ζήλια θα πει επιθυμώ κάτι που δε μου ανήκει, κάτι που ανήκει σε άλλον. Κτητικότητα θα πει προστατεύω ό,τι είναι δικό μου και δε θέλω να το μοιραστώ με κανέναν. Δεν είναι μεμπτό να είσαι προστατευτικός με τα δικά σου πράγματα, κατά συνέπεια και με τους δικούς σου ανθρώπους, αλλά είναι κακό να επιθυμείς κάτι που δε σου ανήκει. Άρα δεν είμαστε ζηλιάρηδες, είμαστε κτητικοί.»

Και τι ωραία που το είπε όμως, ε; Μεστά, ανθρώπινα, με έναν τρόπο που έκανε τόσο εμάς, όσο και τον εαυτό του, να μη νιώθουμε ποταπά ανθρωπάρια παραδομένα στα αρχέγονα ένστικτα μας, μα ανθρώπους που βουτάνε στο συναίσθημα και τους παρασέρνει το ρέμα, σχεδόν μας έπεισε να σου πω την αλήθεια πως κανένας μας δεν ήταν ζηλιάρης, πως απλά ήμασταν κτητικοί, που όσο να ‘ναι ακούγεται και πιο ευρωπαϊκό. Αποτυπώσαμε λοιπόν το μονόλογό του για παν ενδεχόμενο, καθώς όλο και σε κάποια φάση θα μας ήταν χρήσιμος και στήσαμε αυτί να ακούσουμε και τους υπόλοιπους.

Άρχισαν τότε κάτι άλλοι να μας λένε τρέλες του τύπου «δε ζηλεύω» και τέτοια. «Αμοιβαία εμπιστοσύνη» έλεγαν, «Όλα είναι κύκλος και θέλω να τα έχω καλά με τον εαυτό μου» έλεγαν, «Αν θέλει ο άλλος να σε απατήσει θα το κάνει και σε μπουκάλι να τον κλείσεις, οπότε γιατί να τρώγομαι;» έλεγαν. Χίλιες δύο ζεν φιλοσοφίες περί ανωτερότητας και ψυχικής γαλήνης έλεγαν και οι υπόλοιποι -που άμα μας μπει καμία υποψία στο μυαλό, μπορεί να σου κάψουμε το σπίτι χωρίς δεύτερη σκέψη- κοιταζόμασταν αμήχανα σαν να φάγαμε γκολ στο 90’ και δε βγάζαμε κιχ.

Ωραία τα έλεγαν κι αυτοί· εκμηδένιζαν τη ζήλια, την έκαναν να φαίνεται χαζή, ανούσια, ποταπή, έβαζαν κι εμάς τους ακροατές σε σκέψεις, δεν ξέραμε τι να πούμε καθώς είχαν δίκιο σε όλα τους τα επιχειρήματα, ένα προς ένα. Αλλά και τόση ανωτερότητα, ρε παιδί μου, σε έκανε να κοιτάζεις με δυσπιστία· τι σημαίνει «δε ζηλεύω», όταν ερωτεύεσαι; Γιατί όλα καλά και ρόδινα, αλλά αν τη φας την κατραπακιά, πηγαίνουν στο διάολο και θεωρίες κι ανωτερότητες κι όλα. Ή παραήμασταν πύρινοι και παθιάρηδες πανάθεμά μας κι έπρεπε να χαλαρώσουμε;

Δεν ξέρω ποιανού το μέρος θα πάρεις, αλλά εγώ άκουσα μαζί μ’ αυτά κι άλλα. Ζύγισα, ξαναζύγισα και κατέληξα σε αυτό που μου είχε πει η γιαγιά του κολλητού μου, που πιο ωραία δε θα μπορούσε να το είχε θέσει: «Αν ο άνθρωπός σου δε σε ζηλεύει, πουλάκι μου, τότε να ξέρεις πως ζηλεύει άλλον», σαν χθες το θυμάμαι πόσο βαθιά με χτύπησαν τα λόγια της. Επειδή η γιαγιά Ελπίδα δεν ήταν καμιά τυχαία, ήξερε· ήξερε πως η ζήλια δείχνει ενδιαφέρον, ανάβει τα αίματα, εξάπτει το ενδιαφέρον, σε κάνει να αρπάζεις τον άλλον με περισσότερο πάθος, ξυπνάει τα ένστικτα, κρατάει, ρε παιδάκι μου, τη σχέση ζωντανή, πώς αλλιώς να σου το πω;

Όχι, δε δικαιολογώ καμία προσβολή της ιδιωτικότητάς σου, κανένα ψαχτήρι κινητών, καμία σκηνή που μπορεί να σε φέρει σε δύσκολη θέση, πόσω μάλλον τη χρήση λεκτικής, σωματικής ή ψυχολογικής βίας που μπορεί να σου ασκήσουν ή να ασκήσεις. Δεν είναι αγάπη το να φοβάσαι να κοιτάξεις το κινητό σου για να μην παρεξηγηθείς, δε δείχνει ενδιαφέρον ο διαρκής έλεγχος, δεν κρύβει ψήγμα αγάπης η οποιαδήποτε απαγόρευση μπορεί να σου επιβληθεί ή να επιβάλεις σε μια σχέση.

Είναι όμως όμορφο και κολακευτικό ο άλλος να σου κάνει μούτρα πού και πού αν χαμογελάσεις λίγο παραπάνω σε κάποιον γνωστό σου, είναι γλυκό να σε τραβήξει ο άλλος λίγο πιο κοντά του όταν αντιλαμβάνεται πως ο μπάρμαν σε γλυκοκοιτάζει, δείχνει έρωτα το να εκνευριστεί και να σου κάνει πείσματα που γύρισες ξημερώματα κι ας μην έδωσες δικαιώματα, είναι ωραίο, ρε παιδί μου, να νιώθεις πως ο άλλος σε διεκδικεί καθημερινά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πως δεν είσαι ένα από τα δεδομένα του, πως φοβάται μη σε χάσει κι ας ξέρει κατά βάθος πως δεν είσαι κανένα παρτάλι που θα του την έκανε με την πρώτη ευκαιρία.

Κι επειδή να τη χέσω την πλήρη εμπιστοσύνη, είναι βαρετή κι εντελώς ειλικρινά δε δείχνει κανένα ερωτικό ενδιαφέρον, παρά μόνο αδιαφορία κι απάθεια, τότε ναι· να μπορείς να βγεις με τους φίλους σου ως το χάραμα, να μπορώ κι εγώ να κάνω το ίδιο, αλλά να εκνευριστείς κιόλας αν αργήσω να σου απαντήσω στο μήνυμα, δεν είναι κακό. Θέλουν αλατοπίπερο οι σχέσεις, τόσο όμως όσο. Κι ας αισθάνεσαι κάπου-κάπου παρανοϊκός, δεν πειράζει. Αν στα ξεσπάσματά σου ο άνθρωπός σου σε παίρνει αγκαλιά και σου λέει να κόψεις τις μαλακίες γιατί δε σε αλλάζει με κανέναν, τότε έχεις πετύχει τις δοσολογίες. Καλή όρεξη.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή