Θα σου πω μια ιστορία. Ήμουν-δεν ήμουν τεσσάρων χρονών σκατό· έτρεχα που λες πάνω-κάτω στο σπίτι της γιαγιάς, έφτιαχνα φρούρια με μαξιλάρια και κουβέρτες, χοροπηδούσα στο κρεβάτι της και γενικά έκανα όλα όσα μου απαγόρευε να κάνω η μαμά μου στο σπίτι μας. Η γιαγιά μου μαγείρευε μακαρίως κι ελάχιστη σημασία μου έδινε, ώσπου κάποια στιγμή μέσα στο χαμό πήγε ν’ απλώσει τα ρούχα. Την είδα να βγαίνει στο μπαλκόνι και χώθηκα, που λες, στην κουζίνα.

Κοιτάζω τριγύρω, τι να δω, μαχαίρια, κρεμμύδια, κάτι περίεργο μαγείρεψε που μου βρόμαγε, «ωπ!», πέφτει το μάτι μου στα μάτια της κουζίνας. Άδεια από κατσαρόλες, φαινομενικά ακίνδυνα, πλησιάζω που λες και στο μυαλό μου αρχίζει να παίζει σε λούπα η τρυφερή φωνή της μάνας μου: «Φρόσω, φύγε απ’ τα μάτια της κουζίνας γιατί αν καείς θα σε τσακίσω στα δύο».

Ατίθασο από κούνια, ακουμπάω το πρώτο δειλά-δειλά, τίποτα, κρύο. Ακουμπάω πεταχτά και το δεύτερο, πάλι τίποτα. Α, τη χαζή τη μάνα μου, λέω κι ακουμπάω και το τρίτο. Πάλι τίποτα, καλά το μάντεψες. Ακουμπάω τότε το τέταρτο με περισσό θάρρος και την παλάμη ορθάνοιχτη σαν μούντζα σε ταρίφα, να εφαρμόζει καλά· ήμουν έμπειρη πια, είχα ακουμπήσει αρκετά μάτια και τη γλύτωσα. Ναι, όπως κατάλαβες το τελευταίο ήταν εκείνο που έκαιγε. Ναι, όπως κατάλαβες κατέληξα στα επείγοντα. Ναι, όπως κατάλαβες η μάνα μου είχε δίκιο. Ναι, όπως κατάλαβες δεν ξανακούμπησα μάτι στη ζωή μου.

Ωραίοι οι ζυγισμένοι χειρισμοί, δε λέω· σε προστατεύουν από χίλια-δύο δεινά, σε κουκουλώνουν, σε αφήνουν να απολαύσεις τη νιρβάνα σου. Δεν μπλέκεις άσκοπα εδώ κι εκεί, δε σκαλώνεις σε μπουρδουκλωμένες καταστάσεις, δεν καταλήγεις με μπανταρισμένο χέρι, δεν ερωτεύεσαι ακατάλληλους ανθρώπους, «δεν» γενικά. Όλα λοιπόν είναι μια ευθεία γραμμή κι όλες οι προεκτάσεις του βίου σου έχουν την αιτιολογία τους ραμμένη κατά μήκος του φάσματος δράσης σου, καθώς και μια προβλέψιμη πορεία με αρχή, μέση και τέλος.

Ωραίοι, ναι, αλλά με το χέρι στην καρδιά, σου προσέφερε ποτέ το δήθεν κάλλος τους καμιά ιστορία της προκοπής για να τη λες αύριο μεθαύριο στα εγγόνια σου και να γελάνε με τα χάλια σου ή να τίθεσαι αυτοβούλως ως παράδειγμα προς αποφυγή; Ξέρεις για ποιες ιστορίες λέω, για εκείνες που έκανες το εντελώς λάθος πράγμα, την εντελώς λάθος στιγμή, για τις φορές που ούτε εσύ ξέρεις πώς  βρέθηκες εκεί που βρέθηκες και για όλες εκείνες τις στιγμές που χτύπησες το κεφάλι σου στον τοίχο μπας και γυρίσει το μυαλό στις εργοστασιακές του ρυθμίσεις αλλά μπα.

Και γιατί να γυρίσει εδώ που τα λέμε; Αν το μόνο άτομο στο οποίο τάχα μου έκανες κακό ήταν ο εαυτός σου, δε χρειάζεται να μετανιώνεις για τίποτα. Αν εκτέθηκες καλά να πάθεις, αν έφαγες τα μούτρα σου δικό σου πρόβλημα κι αν αντιμετώπισες οποιοδήποτε θέμα επειδή βιάστηκες να πράξεις προτού σκεφτείς, θυμήσου μόνο πόσο σπάνιο πράγμα είναι πλέον να δίνει κάποιος προτεραιότητα σε αυτό που βράζει μέσα του ενάντια σε όσα νοικοκυρεμένα λέει το κεφάλι του και καμάρωσε λίγο για τη γενναιότητά σου, κάτι είναι κι αυτό.

Συμβαίνει που λες να πετυχαίνει κάποιος κάτι με την πρώτη· ξεκινάς να κάνεις ένα φαγητό, σου βγαίνει άψογο, καμαρώνεις, τέλος. Πας να το ξανακάνεις και κάτι δε σου βγαίνει στην πορεία. Σε ποια απ’ τις δύο περιπτώσεις θα ψαχτείς, θα δουλέψει το μυαλό σου, θα προσπαθήσεις να καταλάβεις το λάθος σου για να μην το ξανακάνεις; Στα λόγια μου έρχεσαι, είδες; Αν δεν πάθεις, δε θα μάθεις λοιπόν, οπότε μη σκας που δεν τα έκανες όλα τέλεια, τουλάχιστον θα έχεις κάτι να θυμάσαι.

Δεν είναι πως δεν ξέρουμε οι άνθρωποι τι είναι σωστό και τι λάθος λίγο πριν γίνει η μαλακία. Ξέρουμε και παραξέρουμε· οι ανθρώπινοι μηχανισμοί άμυνας λειτουργούν τόσο αδιάκοπα που και να ήθελες δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητοι. Είναι όμως που κάποιες φορές τα συναισθήματά μας καβαλάνε τη λογική μας, που γουστάρουμε να είμαστε ατίθασοι επειδή υπάρχει μια μικρή ελπίδα να φέρουμε τούμπα τον νόμο των πιθανοτήτων και που θέλουμε τόσο πολύ να γίνουμε η εξαίρεση στον κανόνα ώστε αφήνουμε τις νοικοκυρεμένες αντιδράσεις να πάνε περίπατο και καταλήγουμε οι χαζοί της υπόθεσης.

Χαζοί, τρόπος του λέγειν· επειδή μόλις αντιλαμβάνεσαι τι πήγες κι έκανες, ή μόλις οι συνέπειες σου ρίξουν τις σφαλιάρες τους χωρίς έλεος, τότε καταλαβαίνεις τι δεν πρέπει να ξανακάνεις ποτέ. Και μόνο τότε έχεις δικαίωμα να δίνεις συμβουλές σε κάποιον άλλον που θα βρεθεί στην ίδια θέση, αρκεί βέβαια να μη γίνεσαι επιτακτικός μαλάκας και να αφήνεις τον κόσμο να τρώει τα μούτρα του με την ησυχία του, επειδή μόνο έτσι συνέρχεται κανείς κι εσύ το ξέρεις από πρώτο χέρι.

Είμαστε λοιπόν παράγωγα των αποφάσεών μας, όχι των συνθηκών, αυτό να θυμάσαι. Μόνοι μας πλάθουμε την τύχη μας, μόνοι μας κανονίζουμε και την πορεία μας. Όσο πιο πολλά τα λάθη μας, τόσο περισσότερη η εμπειρία μας, κι άλλο τόσο πλούσιες οι σελίδες του βιβλίου της ζωής μας.

Ναι, αν άκουγα τη μαμά μου δε θα κατέληγα στα επείγοντα με κλάματα κι εγκαύματα δευτέρου βαθμού, αλλά δε θα μάθαινα και ποτέ «τι θα γινότανε αν». Κι έμαθα, ακόμα κι αν πόνεσε λιγάκι. Έμαθα πως όλα αυτά τα «τζιζ» είναι εκείνα που με έκαναν τον υπέροχα σημαδεμένο άνθρωπο που είμαι σήμερα, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που τα δικά σου «τζιζ» έπλασαν εσένα. Κι, εντελώς μεταξύ μας, αν γυρνούσα το χρόνο πίσω, θα το ξανακούμπαγα τα ρημάδι, είτε το πιστεύεις, είτε όχι.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη