«Τι ερωτεύεσαι σε έναν άνθρωπο;». Ερώτηση κλασική, σχεδόν βαρετή, ψάχνει για απαντήσεις δογματικές και βαρύγδουπες. Κάποτε είχα την αφέλεια –ή μήπως το θράσος;– όχι μόνο να την απαντάω, αλλά να λέω κι ό,τι χαζομάρα μου ερχόταν με απόλυτη σιγουριά· ναι, βέβαια. Να είναι δυναμικός, να είναι ψηλός, να ξέρει τι θέλει, να μη μοιάζει με την πλέμπα, έλεγα. Και γνώριζα, που λες, δυναμικούς, ψηλούς, μοναδικούς, που ήξεραν τι ήθελαν και σημασία δεν έδινα· και μου τράβηξαν την προσοχή κάνα δυο μετρίου αναστήματος που δεν ήξεραν πού πηγαίνουν τα τέσσερα και τέλος πάντων δεν πληρούσαν καμία προδιαγραφή και μια χαρά ενθουσιάστηκα χωρίς λόγο. Άντε τώρα βγάλε εσύ άκρη.

Με κοίταζε φαντάζομαι κι ο φύλακας άγγελός μου από ψηλά και, κάπου ανάμεσα στη λούπα των αέναων poker face και facepalm που τον οδηγούσαν οι επιλογές μου, υπέβαλε την παραίτησή του και την έκανε με ελαφρά, μπας και προσέξει κανέναν άνθρωπο που προφανέστατα θα έστεκε καλύτερα από εμένα. Έτσι λοιπόν κυλάει ο καιρός, να αναρωτιέσαι τόσο εσύ όσο κι όλοι μας «τι στο διάολο;» κάθε φορά που τυχαίνει να σου τραβήξει την προσοχή κάποιος, καθώς όλοι έχουμε την αίσθηση πως είμαστε μεστωμένοι ενήλικες και, τουλάχιστον στον έρωτα, γνωρίζουμε τι και πώς.

Χα! Όσο κι αν νομίζεις πως γνωρίζεις ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα κάνουν τα μάτια σου να βλέπουν καρδούλες για κάποιον, πλανάσαι πλάνην οικτρά. Αν με ρωτήσουν, λοιπόν, τι ερωτεύομαι σε έναν άνθρωπο, το μοναδικό που μπορώ πλέον να πω με σιγουριά είναι «έλα μου ντε;».

Βλέπεις, ο έρωτας ανέκαθεν υπήρξε ένα απ’ τα μεγαλύτερα μυστήρια του σύμπαντος· είναι ανεξήγητος, απροσδόκητος και μπάσταρδος, χαζεύει έξυπνους ανθρώπους, κάνει αδύναμους τους δυνατούς, βάζει την αφράτη σιγουριά σου στο πλυντήριο, την πλένει στους ενενήντα και σου την επιστρέφει μπασμένη ανασφάλεια, αλλάζει κοσμοθεωρίες και πιστεύω ετών απλά για να γελάσει, γενικά σε καταντάει βλακάκο και καταστρέφει τη ζωή σου γλυκά, σαν τιραμισού σε περίοδο δίαιτας.

Πρόσεξε, δε μιλάω για κάποιον απλό ενθουσιασμό, αυτός μπορεί να προκύψει απ’ το οτιδήποτε· μπορεί να είναι απόρροια της ανάγκης σου για προσοχή, ίσως απλά να θέλεις να αλατοπιπερώσεις την καθημερινότητά σου, υπάρχει πιθανότητα, ρε παιδί μου, υποσυνείδητα να θέλεις κάποιον να επιβεβαιώσει το εγώ σου κι αυτός ο κάποιος να το κάνει τόσο καλά που άθελά σου να σου δημιουργείται η ανάγκη να τον κρατήσεις στο πλάι σου, επειδή νομίζεις πως τον χρειάζεσαι κι εσύ όσο σε χρειάζεται αυτός κι όλο αυτό είναι πανεύκολο πάνω στη φούρια σου να τα βαφτίσεις όλα αυτά έρωτα. Το έχω κάνει και το έχεις κάνει, ας μη γελιόμαστε.

Εγώ μιλάω για τον πραγματικό έρωτα· για εκείνο το σπάνιο συναίσθημα που σε κάνει να χαμογελάς σαν ηλίθιος, να ονειροβατείς σε ακατάλληλες στιγμές, να χαζεύεις με τις ώρες φωτογραφίες, να έχεις απότομες ψυχολογικές μεταπτώσεις με ή χωρίς λόγο, να νιώθεις λίγος κι ας είσαι πολύς, να χάνεις το χιούμορ σου γιατί κατά λάθος σε καταπίνουν οι βλακείες που λες, να θεωρείς την καλύτερη διασκέδαση του κόσμου απλά να κοιμάσαι αγκαλιά με κάποιον, να είναι το άρωμά του το ισχυρότερο ναρκωτικό του κόσμου, να βλέπεις, ρε παιδί μου, έναν γεμάτο ελαττώματα θνητό ως το καλύτερο πράγμα που έχει ξεπεταχτεί ποτέ από αυτόν τον πλανήτη.

Τώρα, λοιπόν, που ξεχωρίσαμε τον κοινό και παροδικό ενθουσιασμό απ’ το σπάνιο και παντοδύναμο έρωτα, ας πάμε τη θεωρία ένα βήμα παρακάτω. Όσα χαρακτηριστικά κι αν αραδιάσεις προσπαθώντας να αναλύσεις τι είναι αυτό που σε κάνει να ερωτεύεσαι κάποιον, η απάντηση είναι πιο απλή από όσο νομίζεις, μα ταυτόχρονα και πιο σύνθετη απ’ όσο θα ήθελες· ο άνθρωπος που ερωτευόμαστε είναι η απόλυτη αντανάκλαση του ιδεατού μας εαυτού, όλα εκείνα τα οποία θα θέλαμε να είμαστε σε μια πρακτική συσκευασία, γι’ αυτό και συνήθως ερωτευόμαστε απόλυτα μόνο ανθρώπους που είναι πιο δυναμικοί από εμάς, πιο γοητευτικοί, πιο διασκεδαστικοί, πιο ξεχωριστοί, τέλος πάντων. Επειδή απλά θα θέλαμε να είμαστε κι εμείς σαν κι αυτούς κι επειδή η ανταπόδοση του ενδιαφέροντός μας είναι μια καλή αρχή για να πιστέψουμε πως, ok, για να μας έδωσαν σημασία, δεν μπορεί να απέχουμε και πολύ απ’ τον στόχο αυτό.

Μοιάζει απλοϊκό, μα μόνο απλοϊκό δεν είναι, γι’ αυτό κι ο αληθινός έρωτας είναι σπάνιος, γι’ αυτό και τα άτομα που μας τον εμπνέουν δεν ξεπερνιούνται σχεδόν ποτέ, ούτε με λοβοτομή. Βρε κακό σου κάνουν, βρε σε διαλύουν, εσύ μένεις εκεί να τους θαυμάζεις, να τους υπομένεις και να τους δικαιολογείς, επειδή απλά κάπως έτσι θα ήθελες να είσαι κι εσύ, επειδή το ίδιο θα ήθελες να θαυμάζουν, να υπομένουν και να δικαιολογούν κι εκείνοι εσένα. Δεν είναι δουλοπρεπές, είναι ανθρώπινο μέσα στον παραλογισμό του το όλο πράγμα, μη μου αμύνεσαι.

Ίσως είναι κι όμορφο εδώ που τα λέμε· αρκεί να ερωτευτείς το σωστό άνθρωπο, εκείνον που δε θα έχει θέματα με το εγώ του, ώστε να εκμεταλλευτεί το θαυμασμό σου, μα θα το θεωρήσει προσωπική του ευθύνη να μη σε απογοητεύσει. Και τότε κερδίζετε κι οι δύο. Όχι και τόσο άσχημα, έτσι;

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη