Η εικόνα έπαιξε σε όλα τα δελτία. Δημιούργησε εντυπώσεις, προκάλεσε σύγχυση, μα πάνω απ’ όλα δίχασε· χώρισε στα δύο ένα λαό που πλέον δε σταματάει να ψάχνει αφορμές για να αλληλοσπαράζεται και να ξερνάει μίσος. Από τη μία κάτι μανάδες που αντιστέκονταν σε παράλογους ισχυρισμούς «για το καλό των παιδιών» κι από την άλλη κάτι αγριεμένοι γονείς που με βία, λεκτική και σωματική, προσπαθούσαν να αποτρέψουν επικείμενες πολιτισμικές και σωματικές «μολύνσεις» επίσης «για το καλό των παιδιών». Ναι, για το καλό των παιδιών γινόταν η όλη φασαρία. Απλώς, το πρόβλημα ήταν πως τα παιδιά αυτά έτυχε να έχουν διαφορετικό χρώμα, θρήσκευμα και προέλευση.

Ισχυρισμοί αστείοι, γελοιωδώς διατυπωμένοι σε φράσεις τύπου «θα κολλήσουμε αρρώστιες», «είναι επικίνδυνοι», «να πάνε σπίτια τους», «θα μολύνουν τον πολιτισμό μας» κι άλλα πόσα, ξέρετε αυτό είναι το κακό με τον παραλογισμό, δεν έχει τέλος. Κι ας αρκούν μερικές πάναπλες λογικές διεργασίες για να αναρωτηθεί κανείς, πώς στο καλό θα κολλήσουν ασθένειες παιδιά εμβολιασμένα, πώς να γυρίσουν οι πρόσφυγες στο σπίτι τους όταν στο «σπίτι» αυτό δεν έμεινε χορτάρι άκαφτο και στην τελική ποιον πολιτισμό να μολύνουν σε μια χώρα που από την κουλτούρα του Ξενίου Διός πέρασε με τόση ευκολία στο «πας μη Έλλην βάρβαρος»;

Είναι στ’ αλήθεια λοιπόν τα προσφυγάκια το πρόβλημά σας ή απλά είναι βαριές οι αλυσίδες του πατριωτισμού σας; Πότε έγινε ιστορία ο μικρός Αϋλάν που ξέβρασε το κύμα δυο χρόνια πριν ή το παιδί εκείνο που κοιτούσε παγωμένο την κάμερα, κατάμαυρο και ματωμένο από τα απομεινάρια ενός βομβαρδισμού που τυχαία δεν το πήρε παραμάζωμα; Ξέρετε, αυτά τα παιδάκια δεν ήταν δύο, ήταν εκατομμύρια και κανείς δεν πρέπει να σας πείσει πως είναι επικίνδυνα, επειδή η ζωή τους επέβαλε να μάθουν να επιζούν πριν μάθουν να γελάνε.

Δε θα μιλήσω για φασισμό, ξενοφοβία, έλλειψη παιδείας κι άρρωστες νοοτροπίες. Δε θα αναφερθώ σε θεωρίες συνομωσίας και δε με νοιάζουν οι αριθμοί και τα στοιχεία, όσο υπάρχουν άνθρωποι που δεν αναρωτιούνται πώς ένας λαός μεταναστών κατέληξε να μισεί τόσο πολύ τους μετανάστες, ούτε μπορώ να μην αναρωτηθώ πώς όλοι μας, με παππούδες και γιαγιάδες από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία, ξεχνάμε πως είμαστε ως επί το πλείστον εγγόνια διωγμένων, προσφύγων που κάποτε αρνήθηκαν να τα παρατήσουν.

Είναι βάρος, θα μου πεις, αυτοί οι άνθρωποι σε μια χώρα ρημαγμένη, άρα βάρος είναι και τα παιδιά τους. Πως δεν μπορούν να απαιτούν στέγη, παιδεία και περίθαλψη «ξένοι» όσο υπάρχουν «Έλληνες» που τρώνε από τους κάδους, που είναι ανασφάλιστοι κι άνεργοι από καιρό. Βγάλε τώρα μπροστά από όλα αυτά τους όρους «ξένος» κι «Έλληνας» να συνεννοηθούμε.  Επειδή για εμένα, σε έναν κόσμο που παράγει περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται είναι παρανοϊκό να υπάρχει κόσμος που πεινάει, ανεξαρτήτως εθνικότητας.

Ακριβώς το ίδιο σχιζοφρενικό μου φαίνεται να υπάρχουν άστεγοι όσο οι εκκλησίες αφήνουν ανεκμετάλλευτα κτήριά τους να ρημάζουν εφόσον οι «άστεγοι» δεν τους προσφέρουν οικονομικά οφέλη. Το ίδιο παράλογο μου μοιάζει, μέσα στο χαμό να υπάρχει κόσμος, που επιμένει να υποστηρίζει αδιάλλακτα σάπιες κομματικές ιδεολογίες και, προσωπικά, θεωρώ εξίσου κατάπτυστο όποιον θρησκευτικό ηγέτη ξερνάει μίσος για το διαφορετικό στο όνομα της αγάπης με όποιον τρελό ανατινάζει άμαχο πληθυσμό για έναν θεό που αν υπάρχει, μάλλον δεν εποίησε τα πάντα και με πολλή σοφία.

Μη μισείς, λοιπόν, κάτι που τυχαία δεν είσαι και μην το κάνεις επειδή η ιστορία, όταν δεν τη θυμάσαι, έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Μη μισείς, ως εν δυνάμει τρομοκράτες, πλασματάκια που είναι θύματα εκείνων που φοβάσαι. Δεν είναι αυτά ο εχθρός. Εχθρός είναι αυτοί που έκαναν τις παιδικές αυτές ψυχούλες πρόσφυγες, σε μια ηλικία που η προσφυγιά, όχι απλά δεν έπρεπε να είναι βίωμα, μα ούτε κομμάτι του λεξιλογίου τους.

Επειδή κανένας γονιός δε βάζει τα παιδιά του σε φουσκωτές βάρκες, παρά μόνο όταν εκείνα τα βαθιά νερά του Αιγαίου μοιάζουν ασφαλέστερα από τη στεριά που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν. Δε θέλουν ούτε σπίτι μας να τους πάρουμε, ούτε τα χρήματά μας να τους δώσουμε. Να τους δεχτούμε θέλουν και μια βάση για να δοκιμάσουν να χτίσουν τη ζωή τους από την αρχή, ή έστω να ελπίσουν πως έχουν δικαίωμα να ονειρεύονται κάτι τόσο τρελό.

Να ανοίξουμε όχι μόνο τα σχολεία μας, μα τον κόσμο μας ολόκληρο στα παιδιά όλου του κόσμου, να τα μάθουμε να ζουν, να αγαπούν και να νιώθουν ασφάλεια χωρίς να αναρωτιούνται τι κακό έκαναν και δεν τα θέλουν, επειδή είναι παιδιά κι έτσι απλά σκέφτονται, όσο φρικαλέα κι αν πήγε να τους λαξεύσει τα μυαλουδάκια ο πόλεμος.

Ξέρεις, είναι υποκρισία να τα βαφτίζεις «μελλοντικούς τρομοκράτες» ή «βρωμομουσουλμάνους» όταν στη χώρα σου υπήρξαν υγιέστατα, Ορθόδοξα Ελληνάκια που βιαιοπράγησαν, λεκτικά και σωματικά, εναντίον ομόθρησκων συμμαθητών τους ξανά και ξανά στο παρελθόν. Δεν είναι όλοι οι μουσουλμάνοι κακοί, δεν είναι όλοι οι χριστιανοί ενάρετοι και η μεγαλοψυχία δεν πάει σύμφωνα με τα στοιχεία του διαβατηρίου μας, τα πράγματα είναι τόσο απλά.

Το πρόβλημα είναι πως το μίσος είναι κερδοφόρο, γι’ αυτό και το σύστημα σε βάζει να παίζεις το παιχνίδι του, για να του γεμίζεις τα ταμεία. Ξέρεις, τα όνειρα σου τα έκοψαν πολύ καιρό πριν γίνει πρόβλημα το μεταναστευτικό και δυστυχώς η ανθρωπιστική κρίση κατέστη βαθύτερη από εκείνη, την οικονομική. Γι’ αυτό και οφείλεις να κατανοήσεις πως δε σου κλέβουν τίποτα τα παιδιά αυτά, ιδίως από μία χώρα που ανάθεμα κι αν σου έδωσε ποτέ κάτι.

Κι αν ανήκεις στη γενιά που έζησε και συνεχίζει να ζει την τρομοκρατία του να είσαι νέος, μα να μη σου επιτρέπεται να έχεις όνειρα, άσε τουλάχιστον τα παιδάκια αυτά να μη ζήσουν άλλη τρομοκρατία πέρα από εκείνη που τους επέβαλε να μην έχουν ρίζες. Κι αν αυτό κάνει κάποιους να σε χαρακτηρίσουν «Ανθέλληνα», χάρισμά τους ο δήθεν πατριωτισμός τους, εσύ στο εξής δήλωνε περήφανα «άνθρωπος».  Επειδή εσύ ο «Ανθέλληνας» κι «άθεος» θα ξέρεις τουλάχιστον τι θα πει «αγαπάτε αλλήλους» καλύτερα από τον καθένα.

«Γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα.»

Καλώς ήρθατε μικρούλια. Είσαστε πλέον ασφαλείς.

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή