Εκείνη η πρώτη μέρα· τη θυμάσαι, δεν μπορεί να μην τη θυμάσαι. Την ονειρευόσουν χρόνια, ήταν ο πρώτος στόχος για την επίτευξη του οποίου θυσίασες μονάδες ψυχικής υγείας πάνω από βιβλία και σημειώσεις, το πρώτο πράγμα για το οποίο θεώρησες πως άξιζε να στρώσεις τον κώλο σου κάτω ουσιαστικά, ώστε να καρπωθείς την πρώτη σου αξιόλογη επιτυχία. Είχε έρθει η ώρα να μείνεις μόνος.

Ίσως να μη σε ένοιαζε το όνομα της σχολής, ίσως όταν σε ρωτούσαν τι θέλεις να σπουδάσεις εσύ να απαντούσες «θέλω να περάσω στη Θεσσαλονίκη». Ίσως να πήγες κοντά, μπορεί να έφυγες μακριά, ακόμα και να μετανάστευσες σε άλλη χώρα. Το θέμα είναι πως απ’ τη μέρα που πήρες στο χέρι το κλειδί του δικού σου σπιτιού, κάτι μέσα σου σε σκούντηξε συνωμοτικά υπογραμμίζοντάς σου πως τίποτα πια δε θα ήταν ίδιο.

Πλέον είχες ένα χώρο που φώναζε εσύ. Δεν είχε σημασία αν το διαμέρισμά σου ήταν μικρό ή μεγάλο, παλιό ή καινούριο, αν έμοιαζε με κανονικό σπίτι ή με γιάφκα επαναστατών. Σημασία είχε πως ήταν δικό σου, πως ήταν φτιαγμένο στα μέτρα σου· ήταν καθαρό αν το καθάριζες, είχε φαγητό αν μαγείρευες, μάζευε τους φίλους σου στα λίγα τετραγωνικά του και σε φύλαγε με θαλπωρή όταν δεν ήθελες να μιλήσεις με άνθρωπο, χωρίς να χρειάζεται να δίνεις λογαριασμό σε κανέναν.

Στο πρώτο ολόδικό σου σπίτι άρχισες να μαθαίνεις τι θα πει ανεξαρτησία, έστω κι αν αυτή ήταν πλασματική, δήθεν κι υποβασταζόμενη απ’ τη μαμά και τον μπαμπά, με πληρωμένα ενοίκια, λογαριασμούς, τάπερ με μαμαδίσιο φαγητό και πλυμένα-σιδερωμένα ρούχα που πηγαινοέρχονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα με το ΚΤΕΛ κι άθελά σου σε καθιστούσαν επαναστάτη του γλυκού νερού.

Εκεί μέσα συστήθηκες με τον εαυτό σου, έναν εαυτό που με έκπληξη διαπίστωσες πως για δεκαοχτώ περίπου χρόνια αγνοούσες. Δεν ήξερες αν ήσουν τσαπατσούλης όσο τα ρούχα σου διπλώνονταν μαγικά απ’ τη μαμά, δε γνώριζες αν έχεις ταλέντο στη μαγειρική όσο εκείνη είχε την αποκλειστικότητα στα γαστριμαργικά θαύματα, δεν είχες ιδέα πως οι δουλειές του σπιτιού δε γίνονται μαγικά ούτε πώς κάποιος άνθρωπος μπορεί να βγάλει την τελευταία εβδομάδα του μήνα με δέκα ευρώ.

Τίποτα δεν ήξερες και σου τα έμαθαν όλα με τον καιρό εκείνα εκεί τα λιγοστά ντουβάρια. Επειδή στην τετραετία και βάλε που πέρασες εκεί μέσα σε είδανε να γελάς, να ξενυχτάς, να χωρίζεις, να αγαπάς, να διαλύεσαι, να είσαι ο χειρότερος εαυτός σου, αλλά κι ο καλύτερος, να δένεσαι με ανθρώπους, να πληγώνεις, να ερωτεύεσαι, να μεθάς, να κουρελιάζεσαι, να τρέφεσαι μόνο με μακαρόνια επειδή ήπιες το μηνιάτικό σου σε ένα ξενύχτι με φίλους κι όλα αυτά να τα κάνεις γούστο σου και καπέλο σου επειδή μαζί με όλα τα άλλα έμαθες πως είσαι πια «μεγάλος» κι αποφάσισες να δέχεσαι τις συνέπειες των πράξεών σου.

Είναι πολλοί οι λόγοι που δεν ξεπερνιέται η πρώτη φορά που μένεις μόνος, γι’ αυτό κι η στιγμή που κλείνεις την πόρτα πίσω σου για να επιστρέψεις στο πατρικό σου πονάει περισσότερο κι από ημικρανία. Εκείνο το σπαρακτικό «κλακ» μοιάζει με χωρισμό και μόνο αν το έχεις ζήσει καταλαβαίνεις το τραγικό του πράγματος, όσο ελαφρύ κι αν μοιάζει περιγράφοντάς το.

Θέλεις η οικονομική κρίση, θέλεις οι συνθήκες, οι περισσότεροι αναγκάζονται να πάνε από εκεί που ήρθαν (καθόλου τυχαία η επιλογή της φράσης) κι αυτό συνοδεύεται από κλάματα, νεύρα, τάσεις φυγής και περιστατικά αναίτιας ασφυξίας. Επειδή πλέον το άλλο σπίτι είναι το σπίτι των γονιών σου κι εσύ ασυναίσθητα αυθυποβλήθηκες να νιώθεις φιλοξενούμενος στο δωμάτιο εκείνο που δεν είναι πια εσύ, αλλά αυτό που σου έλεγαν πως ήσουν στα δεκαοχτώ. Κι αυτό που ήσουν στα δεκαοχτώ εσύ πια σχεδόν δεν το αναγνωρίζεις.

Επειδή αν στο διάστημα αυτό που έλειπες κατάφερες να εξελιχθείς και να μεγαλώσεις, να γίνεις όντως ένας ενήλικας εν δυνάμει ικανός να σταθεί στα δικά του πόδια, που αγαπάει τους δικούς του ως τον Θεό επειδή γνωρίζει πως εκείνοι του έδωσαν τα φτερά που χρειαζόταν για να μπορεί να ζει χωρίς αυτούς, αλλά δεν αισθάνεται άσχημα που πια δεν τους αντέχει καθώς είναι πλέον αρκετά ώριμος για να γνωρίζει πως αυτή είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, τότε είναι αδύνατον να γυρίσεις πάλι σε εκείνη τη ζωή.

Αν στο διάστημα αυτό δεν παρέμεινες ο μπόμπος που γουστάρει να τον ταΐζει η μαμάκα του στο στόμα ή η χαζοέφηβη που δεν ξέρει να αλλάζει μια λάμπα επειδή πάντα το έκανε ο μπαμπάς γι’ αυτήν, τότε η θηλιά στο λαιμό είναι αναπόφευκτη, μια θηλιά την οποία ακόμα κι αν γνωρίζεις τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να τη χαλαρώσεις, δεν είσαι σίγουρος ότι μπορείς, επειδή δε σου το επιτρέπει είτε η ζωή είτε η τσέπη σου.

Όλοι το περάσανε, μη σκας. Πολλοί το περνάνε ακόμα κι άλλοι τόσοι θα το περνάνε για πάντα, μα είναι και κάποιοι που δεν είχαν ποτέ την τύχη να φύγουν για να το περάσουν. Αλλά ξέρεις κάτι; Περαστικοί είμαστε σε όλα τα στάδια της ζωής μας, περαστικοί είμαστε και σε αυτό. Το θέμα είναι να παρατηρείς, να μαθαίνεις και να εξελίσσεσαι· να προχωράς κι αν επιστρέφοντας σπίτι σου αντιλαμβάνεσαι πως δεν είσαι ο άνθρωπος που ήσουν χθες, να ξέρεις πως κάτι έκανες σωστά.

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη