Λένε να μην πιστεύεις σε λόγια βουτηγμένα στη βότκα, σε λέξεις που μυρίζουν καταχρήσεις και ξενύχτι. Πως βγαίνουν εύκολα, πως λέγονται στα ψέματα, πως είναι του αέρα. Λένε πως ο μεθυσμένος άνθρωπος υπόσχεται και κάνει πράγματα που νηφάλιος πια είτε δε θυμάται, είτε μετανιώνει· κι αν σκεφτείς πόσο διαφορετικά μεθάνε οι άνθρωποι ίσως η συγκεκριμένη σκέψη να έχει μια λογική βάση. Λογική μεν, ευκόλως αναιρέσιμη δε, θα συμπλήρωνε κάποιος που ξέρει να διακρίνει και κάτι άλλο στο φάσμα των αποχρώσεων πέρα από το άσπρο και το μαύρο.

Δεν έχει σημασία αν μεθάς εύκολα ή δύσκολα. Υπάρχουν άνθρωποι που με το αλκοόλ βουλιάζουν, σκέφτονται, μουδιάζουν, κι άλλοι που ελαφρώνουν, γελάνε περισσότερο, τολμάνε· ωραία, αλλά πού είναι το ψέμα σε όλο αυτό; Το μοναδικό ψέμα που μπορείς να προσάψεις σε ένα μεθυσμένο είναι αυτό που σου λέει πως ήπιε για να μη θυμάται. Όχι φίλε μου, το οινόπνευμα δεν είναι μάγος να σου εξαφανίσει τις αναμνήσεις και να σου βγάλει στα καλά καθούμενα ευτυχία από το καπέλο. Αν ήταν όλα τόσο εύκολα θα ήμασταν στο σύνολό μας ευτυχισμένοι κι ανάλαφροι, μέλη των Ανώνυμων Αλκοολικών.

«Να μην απαντάς σε μεθυσμένα μηνύματα.»

«Να μη δέχεσαι μεταμεσονύχτιες κλήσεις.»

«Να μην ανοίγεις σε εν θερμώ χτυπήματα στην πόρτα σου τα χαράματα.»

«Να μη δίνεις σημασία σε τέτοια άτομα επειδή είναι υστερόβουλα κι ένοχα.»

Με αυτές τις συμβουλές μας μεγάλωσαν οι γκουρού των σχέσεων στις συμβουλευτικές στήλες των περιοδικών, τα ίδια αναμασούσαν ανά τα έτη και οι φίλοι σου και η μαμά σου και όλοι, προσπαθώντας να σε προειδοποιήσουν και να σε φυλάξουν από τοξικούς έρωτες και μεθοδευμένα πάθη.

Συμβουλές με τις οποίες μπορεί να συμφώνησες κατά καιρούς, μάλλον όμως ήρθε η στιγμή να διπλοκοσκινήσεις· ιδίως αν έτυχε μέσα στο διάστημα αυτό να αγαπήσεις, να ερωτευτείς ή έστω να νιώσεις οτιδήποτε δυνατό για έναν άλλον άνθρωπο που έλαχε να αισθανθεί το ίδιο για εσένα, αλλά κάπου στην πορεία τινάξατε τα μπουριά της σχέσης στον αέρα για την οποιαδήποτε αφορμή.

Κι οφείλεις να αναθεωρήσεις καθώς μεγαλώνοντας, ωριμάζοντας τρόπον τινά κι αποκτώντας εμπειρίες φτάνεις στο σημείο να καταλαβαίνεις (το καλό που σου θέλω) ποια κλήση είναι booty call και ποια κατάθεση ψυχής, ποιο βλέμμα δηλώνει «ένα στα γρήγορα» και ποιο «τα έχω κάνει σκατά αλλά σ’ αγαπάω γαμώ το σπίτι μου».

Τι, όχι;

Άσε στην άκρη λοιπόν τις παγιωμένες, ασπρόμαυρες αντιλήψεις σου και σκέψου πως ένας άνθρωπος βρέθηκε σε ένα χώρο με χίλιους άλλους, γοητευτικούς, άσχημους, ψηλούς, κοντούς, ίσως ομορφότερους ή σπουδαιότερους από εσένα κι αντί να σε βάλει στην άκρη, να πάει αυτός παρακάτω κι εσύ στο καλό, εκείνος προτίμησε να είναι με το βλέμμα στο κινητό και να τρώγεται με την ψυχή του ανάμεσα σε καπνούς, ψευτογέλια και φλυαρίες για το αν πρέπει-αξίζει-οφελεί να κάνει μια ακόμα προσπάθεια για να σε πάρει αγκαλιά.

Κι ακόμα κι αν πίστεψε προς στιγμήν πως όχι, καλά είναι κι έτσι, ακόμα κι αν υπήρξαν βράδια που κατάφερε να τιθασεύσει όσα τον έκαιγαν και να πιστέψει πως καλύτερα είναι στην ησυχία του χωρίς τα προβλήματα που σας ανάγκασαν να ξενυχτάτε χώρια, κάποιο άτιμο επόμενο ποτήρι του γκρέμισε τον τσαμπουκά για τα καλά. Μέσα σε τόσο κόσμο, για τον συγκεκριμένο άνθρωπο έγινες για άλλη μια φορά όλος ο κόσμος, κι αν αυτό δε σου λέει τίποτα τότε δεν ξέρω τι μπορεί να σου πει.

Το μυαλό ενός μεθυσμένου ανθρώπου μέσα στη ζαλάδα του είναι φορές που μοιάζει να ξεκαθαρίζει, σχήμα οξύμωρο ίσως. Καταχράται την τοξικότητα του ποτού και ξαφνικά τα τραγούδια όλα μιλάνε για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, και οι ανάγκες του, αυτές που κουλαντρίζονται από τη λογική τις ημέρες που μηχανικά πηγαινοέρχεται στη δουλειά και καταφέρνει να σε αποφεύγει, λες και τρέφονται όλες μαζί από τη νύχτα, υψώνονται μπροστά του και τον πλακώνουν για τιμωρία.

Ξέρεις, έτσι ξεκινάνε όλοι, πίνουν για να περάσουν καλά, όπως κι αυτός· έπινε για να ξεχάσει μα κατέληξε να επιβεβαιώνει τον κανόνα πως κανείς δεν ξέχασε με μερικούς βαθμούς οινοπνεύματος. Ξεχάστηκε, δεν ξέχασε όταν φλέρταρε, ούτε όταν χαζολόγησε, ούτε όταν δοκίμασε να ξυπνήσει σε άλλα κρεβάτια για να επιβεβαιώσει πως είναι πιο δυνατός από αυτό που νιώθει για σένα. Και μόλις ο ήλιος και η πραγματικότητα του έδωσαν τα πρωινά τους χαστούκια για να ανοίξει τα μάτια του, ίσως τότε να ήταν και η στιγμή που κατάλαβε πως η ψυχή του δε γεμίζει πια με το άδειασμα του εαυτού του κι αυτό είναι τιμή σου μεγάλη.

Ο τρελός είδε το μεθυσμένο και φοβήθηκε λένε, και πολύ καλά έκανε επειδή μόνο ένας άνθρωπος που ξεφεύγει έστω στιγμιαία από τις αναστολές και το νηφάλιο καθωσπρεπισμό του είναι αρκετά τρελός ώστε να πάει κόντρα στις πιθανότητες, ώστε να βουτήξει στο κενό χωρίς σχοινί αρκεί να πιστέψει έστω για λίγο πως δε χάθηκαν όλα. Και μη φοβάσαι, ούτε να αναρωτιέσαι «αν δεν ήξερε τι έλεγε» κι άλλα τέτοια χαζά. Άλλωστε αυτό είναι το θέμα: αν σκεφτείς πόσα ψεύτικα, ζυγισμένα λόγια, πασπαλισμένα από νηφάλιο εγωισμό, ειπώθηκαν με μια κούπα καφέ τότε ίσως μάθεις να εκτιμάς την αξία των μεθυσμένων «έρχομαι».

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά