Προέρχομαι από οικογένεια με μεγάλο ιστορικό μυωπίας· απ’ τους προπαππούδες μου μέχρι τη μάνα μου, αλήθεια σου λέω, δεν έβλεπε κανένας ούτε στα δύο μέτρα. Οι όροι «πρεσβυωπία, υπερμετρωπία, αστιγματισμός, λέιζερ» και λοιπά, στο σπίτι μας δεν ήταν απλές λέξεις, είχαν ουσία, βάθος και πρόσωπο. Άλλοι χειροτέρευαν λόγω ηλικίας, άλλοι αποκτούσαν έξτρα κουσούρια με τον καιρό, πάντως οι περίτεχνοι, ή μη, σκελετοί στα οικογενειακά σκρίνια μου ήταν πάντα πολύ οικείο θέαμα.

Μέσα σε αυτήν την οικογένεια γεννήθηκα κι εγώ· μα ως εκ θαύματος ανέκαθεν έβλεπα σαν γεράκι. Δεν ξέρω αν με θεώρησαν οι δικοί μου πλάσμα εξωγήινο, δε γνωρίζω καν πόσα τεστ dna μου έκαναν εν αγνοία μου, ξέρω όμως πως μέχρι μια κάποια ηλικία, ενώ θα έπρεπε να χαίρομαι που βλέπω τόσο καλά, εγώ το είχα μεγάλη στεναχώρια που δε φόραγα γυαλιά κι έψαχνα τρόπους να στραβωθώ λίγο μπας και κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα.

«Μην κάθεσαι τόσο κοντά στην τηλεόραση, παιδί μου, θα γίνεις σαν εμένα», έλεγε η μάνα μου, που τα γυαλιά της ήταν τύπου πατομπούκαλο τα χρόνια εκείνα (τώρα φοράει φακούς, πάλι καλά, έπρεπε να το δείτε για να το πιστέψετε πόσο έμοιαζε με τον Ντέξτερ)· κι όσο μου το έλεγε, τόσο πιο κοντά στην οθόνη πήγαινα εγώ, μπας και τα καταφέρω να βάλω γυαλιά και να ησυχάσω. Τίποτα, τζίφος, μάταια όλα! Έχει περάσει μισή αιωνιότητα απ’ την παιδική μου ηλικία κι ακόμα η όρασή μου παραμένει αετίσια.

Βέβαια, εδώ και κάποια χρόνια που τα γυαλιά μυωπίας αποτελούν πια αξεσουάρ και φοριούνται εξίσου από ανθρώπους που βλέπουν μια χαρά, πράγμα ανήκουστο κάποιες δεκαετίες πριν, το πρόβλημά μου έχει λυθεί. Μπορεί ο καθένας μας να κοτσάρει ένα μαύρο δασκαλίστικο σκελετό όποτε του καπνίσει, ή μια πιο εναλλακτική ταρταρούγα και να κάνει το ιντελεκτουέλ κομμάτι του όποτε και για όσο θέλει κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Τα γυαλιά μυωπίας είναι πλέον μόδα, όχι περαστική, μα από εκείνες που ήρθαν για να μείνουν· είναι ένα τόσο δα αξεσουάρ που μπορεί να αλλάξει τόσο την εμφάνισή σου όσο και την εντύπωση που αναπόφευκτα δίνεις στους άλλους σε κλάσματα δευτερολέπτου. Σε κάνουν πιο όμορφο, πιο γοητευτικό, πιο familiar τέλος πάντων κι όσο κι αν το γύρισα στο μυαλό μου, αρνητικά δεν κατάφερα να βρω.

Γιατί, όμως, τέτοια πρεμούρα με το συγκεκριμένο αξεσουάρ; Μάλλον επειδή οι άνθρωποι που τα φοράνε εκπέμπουν στην πλειοψηφία τους ένα κάτι, μια ωριμότητα, μια γοητεία, μια απόμακρη σεξουαλικότητα, ρε παιδί μου, πώς να το κάνουμε; Συνεπώς είναι αδύνατον να τους αντισταθείς.

Οι λόγοι είναι απλοί· αρχικά, ένας άνθρωπος που φοράει γυαλιά φαίνεται αυτομάτως πιο έξυπνος, πιο πνευματώδης, πιο ready to do some business. Κατ’ επέκταση τον εμπιστεύεσαι ευκολότερα καθώς μοιάζει σοβαρότερος και το look του «καλού παιδιού» πάντα σου δημιουργεί μια αίσθηση ζεστασιάς, συνδυασμός καθέτως κι οριζοντίως ακαταμάχητος.

Τα χαρακτηριστικά εξισορροπούν, τα μάτια φαίνονται μεγαλύτερα ή έστω πιο τονισμένα, γενικά το σωστό ζευγάρι μπορεί να κάνει τη δομή του προσώπου σου να μοιάζει δέκα φορές πιο ζυγισμένη κι εσένα άλλες τόσες φορές πιο όμορφο κι αυτό δεν είναι προσωπική άποψη, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Άσε που βγάζουν έναν αέρα αποφασιστικότητας, πράγμα ερωτικό από μόνο του, άσε που ξυπνούν φαντασιώσεις περί σέξι καθηγητών/γραμματέων και τέτοια, η λίστα σχεδόν δεν έχει τελειωμό.

Επίσης, αν έχεις σχέση με άνθρωπο που φοράει γυαλιά μυωπίας, το θέμα ξεφεύγει ερωτικά αν σκεφτείς πως ο άνθρωπος αυτός μοιάζει εντελώς διαφορετικός όταν βγάζει τα γυαλιά του, άρα είναι δυσκολότερο να βαρεθείς, καθώς νιώθεις σαν να τα έχεις με δύο εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους κι αν νομίζεις πως λέω βλακείες, το δέχομαι, αλλά σκέψου λίγο και τη Lois Lane. Τι νομίζεις πως έπαθε με τον Clark Kent; Ορίστε, στα λόγια μου έρχεσαι, ωραία τα είπα και σήμερα.

Όπως και να το κάνουμε, τα γυαλιά μυωπίας ήταν, είναι και θα παραμείνουν το απόλυτο φετίχ· αποδεικνύουν πως τα ελαττώματα είναι σέξι, σε κάνουν να βλέπεις τον κόσμο με άλλη ματιά, μα πάνω απ’ όλα υποδεικνύουν πως το πρόσωπο του ανθρώπου που τα φοράει είναι ένα έργο τέχνης· κι ως γνωστόν ένα σωστό έργο τέχνης έχει ιδιαιτερότητες, απαιτεί κριτική ματιά για να το καταλάβεις και, τέλος, χρειάζεται μια εξίσου περίτεχνη κορνίζα για να αναδειχθεί.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη