Πολύ βαριέμαι όταν μου δίνουν συμβουλές· όταν μου έρχονται με ύφος περισπούδαστο και μου λένε «εγώ στη θέση σου», «άκου με εμένα που ξέρω», «αν δε θες να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο» και λοιπά. Δε με νοιάζει αν είναι περαστικός, συγγενής, φίλος ή η μάνα μου η ίδια, με νοιάζει πως κανένας δεν έχει δικαίωμα να σου πρήζει τα συστήματα λέγοντάς σου πώς και τι, επειδή ούτε ο ίδιος άνθρωπος είσαστε ούτε τη γνώμη του ζήτησε κανείς.

Πεισματάρα και ξεροκέφαλη; Δεν ξέρω, ξέρω όμως πως τόσα χρόνια χόρτασα λάθη και μαθήματα ολόδικά μου, πως πήρα τις ευθύνες μου στην πλάτη και δεν έβγαλα κιχ (επειδή, μεταξύ μας, I should have seen it coming) και τέλος πάντων έχω μια οικογένεια περήφανη για μένα, φίλους που γελάνε όταν κάνω τα δικά μου κι ανθρώπους που ακόμα κι αν δε με συμπαθούν ιδιαίτερα, τουλάχιστον με θεωρούν δυνατό αντίπαλο. Όχι και τόσο άσχημα για μαλακισμένος άνθρωπος, έτσι;

Απέρριψα, που λες, όλες τις συμβουλές του κόσμου, εκτός από μία, εκείνη που μου έδωσε κάποτε η μια απ’ τις δύο μου γιαγιάδες· ήταν χαραγμένη σε ένα κλισεδιάρικο χρυσό κολιεδάκι που μου έκανε δώρο στα πρώτα μου γενέθλια, ένα κρεμαστό τόσο δα που για μένα ανέφερε τη σοφότερη κι απλούστερη συμβουλή της γης· «Ζήσε, αγάπα, γέλα!». Χαζό, ε; Ίσως όχι και τόσο. Ειδικά αν σκεφτείς όλα εκείνα τα πρέπει που βεβιασμένα ακολουθούμε σε βάρος της ψυχής μας, απλά για να ευχαριστήσουμε τον περίγυρό μας, «πρέπει» που πάντα έχουν να κάνουν με νούμερα και χρονικά περιθώρια μα ποτέ με αυτές τις τρεις απλές λέξεις.

Ζήσε, λοιπόν, επειδή οι περισσότεροι απλά υπάρχουν για να πληρώνουν λογαριασμούς και δόσεις ΕΝΦΙΑ.  Ζήσε, ό,τι κι αν σημαίνει για εσένα αυτό· αν θες να κάνεις οικογένεια στα δεκαεπτά ή στα σαράντα εφτά σου, κάνε, αν θες να γίνεις κομμώτρια κι όχι γιατρός παρ’ όλο που ο γενικός σου στο λύκειο ήταν καθαρό είκοσι, γίνε, αν σου αρέσει να τρως τις τηγανιτές πατάτες με τα χέρια, παράτα το πιρούνι και φάε τις, αν θέλεις να δώσεις τριακόσιες εξήντα δύο ευκαιρίες στον λάθος άνθρωπο, δώσε.

Ζήσε ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως σου καρφώθηκε να κάνεις αβγοφέτες στις τέσσερις το ξημέρωμα ή να στολίσεις δέντρο αρχές Οκτώβρη· εκείνους που θα σε κοροϊδέψουν και θα σε κοιτάξουν σαν τρελό διώξε τους απ’ τη ζωή σου, δεν έχεις ανάγκη από λίγο ακόμα αρνητισμό, κανείς δεν έχει. Κράτα κοντά σου εκείνους που θα γελάσουν, θα σου πούνε πως δεν πας καλά και θα έρθουν να σε βοηθήσουν απολαμβάνοντας κάθε πτυχή της παράνοιάς σου. Ζήσε όπως σου αρέσει, όσο σκατά κι αν μοιάζουν οι προοπτικές της επιλογής σου, αρκεί αν μην κλοτσάει η καρδιά σου όταν παίρνεις τις αποφάσεις σου, είναι απλό.

Αγάπα· πολύ, ολοκληρωτικά, αφοσιωμένα, όχι όμως τους πάντες, αγάπα εκείνους που το αξίζουν. Μη βιάζεσαι να τους καταλάβεις, μόνοι τους θα σου αποκαλύψουν ποιοι είναι. Δέξου τους ανθρώπους που επιλέγεις ως έχουν και κάνε τους χώρο να συμπεριφερθούν όπως θέλουν, άλλωστε, αυτό είναι στην τελική η αγάπη. Αγάπα τα ζώα· χάιδεψε κανένα αδέσποτο, οι άνθρωποι πολλές φορές είναι πιο βρόμικοι, στήριξε μια φιλοζωική, δες από κοντά κατσικάκια, κότες, άλογα, μην αφήνεις να σε ρουφάει τόσο η πόλη, ξέρεις, πάντα θα υπάρχει καιρός για καυσαέριο.

Αγάπα τη φύση και σεβάσου την, συνειδητοποίησε πόσα πολλά έχεις και γάμησε αυτά που σου λείπουν γιατί, πρώτον, κανείς δεν τα έχει όλα και δεύτερον, και να τα είχες πού θα τα έβαζες; Αγάπα λοιπόν τη ζωή σου, μα πάνω απ’ όλα αγάπησε τον εαυτό σου γιατί, δεν ξέρω αν το κατάλαβες, μόνο αυτόν θα κουβαλάς μαζί σου μια ζωή· αν δεν είναι αυτός καλά, δε θα είναι κανείς που τον συναναστρέφεται.

Και τέλος, ταξίδεψε, έτσι το μεταφράζω εγώ το «γέλα»· πήγαινε μέχρι το χωριό σου, τη δίπλα πόλη, το άλλο ημισφαίριο, πήγαινε και στο φεγγάρι αν έχεις τα μέσα, δεν έχει σημασία, αρκεί να φεύγεις για να καταλαβαίνεις σε τι θέλεις να επιστρέψεις. Ν’ αρπάζεις την ευκαιρία να πηγαίνεις κοντά και μακριά, γιατί μόνο έτσι δε θα μένει δέσμια η ψυχή σου στη στασιμότητα. Γνώρισε ανθρώπους αλλιώτικους, μείνε σε γειτονιές αυθεντικές, βούτα σε ξένες κουλτούρες και κάνε τις να μη μοιάζουν ξένες πια· γίνε πολίτης της Γης και γεφύρωσε όλες εκείνες τις διαφορές που σου είπαν πως υπάρχουν, μέχρι να φτάσεις στο σημείο να αμφιβάλλεις αν όντως υπάρχουν στην τελική.

Έχε τα μάτια και τα αφτιά σου ανοιχτά, με λίγα λόγια, για να μαθαίνεις όσα επιλέγεις εσύ, όχι όσα επιτηδευμένα θέλουν να σου διδάξουν. Ούτε να σου αλλάξω το μυαλό προσπαθώ ούτε να σε κάνω σαν κι εμένα, σιγά το πρότυπο δηλαδή· όλες αυτές τις λέξεις τις έκανα πολυλογία για να σου εξηγήσω απλά πώς μετέφρασα εγώ κάποτε ένα χρυσό κολιεδάκι, που πέρα απ’ τις αναμνήσεις και το όνομα είναι το μοναδικό πράγμα που κράτησα απ’ τη συνονόματη γιαγιά μου. Ξέρεις, δε μοιάζαμε καθόλου, μα ταυτόχρονα μοιάζαμε και τόσο πολύ. Κι αν όλα αυτά τα είχα συνειδητοποιήσει πιο νωρίς ίσως και να είχα προλάβει να της το πω.

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη