Σπίτι μας, διάβασα κάπου, είναι το μέρος στο οποίο μπορούμε να είμαστε άσχημοι και να το απολαμβάνουμε κι η αλήθεια είναι πως δεν έχω συναντήσει ποτέ ακριβέστερο ορισμό από αυτόν, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Απ’ τη μία, ας δούμε την κυριολεκτική πλευρά του θέματος· σκέψου πως έχεις να περάσεις το βράδυ στο σπίτι του κολλητού σου, ενός γνωστού σου, της αδερφής σου. Ετοιμάζεις, λοιπόν, τα πράγματά σου επιμελώς, εννοείται πως παίρνεις μαζί σου την πιο ευπαρουσίαστη πιτζάμα/φόρμα σου κι όσο γκανγκστερικά τσαπατσούλης κι αν είσαι στα δικά σου λημέρια, εκεί φροντίζεις η παραμονή σου να μη δημιουργήσει κανένα πρόβλημα, να μη λερώσεις, να μην αφήσεις πίσω σου χαμό, να μη γίνεις, ρε παιδάκι μου, βάρος στους ανθρώπους για κανέναν λόγο στον κόσμο.

Απ’ την άλλη, στον ολόδικό σου χώρο τα πράγματα είναι χίλιες φορές πιο απλά· φοράς ό,τι θες, έχεις τα μαλλιά σου όπως σου αρέσει, μπορείς να τρως με τα χέρια, να λερώνεσαι και να λερώνεις, να αφήνεις το κρεβάτι σου άστρωτο ολόκληρη την εβδομάδα, να γυρνάς με το βρακί –ή και χωρίς–, να στοιχίζεις τα τάπερ σου ανάλογα με τη χρωματική τους διαβάθμιση, να χωρίζεις τις καραμέλες σε κίτρινες, μπλε και κόκκινες, γενικά να είσαι όσο λέτσος ή παρανοϊκός γουστάρεις, καθώς το σπίτι σου είναι το κάστρο σου και λόγος δεν πέφτει σε κανέναν. Πού θέλω να καταλήξω;

Ακριβώς, λοιπόν, όπως το σπίτι μας είναι ο χώρος στον οποίο αφήνουμε ελεύθερο τον ασχημότερο εαυτό μας, εκείνον που μπορεί να κυκλοφορεί με το μαλλί κοτσομπανάνα, μάσκα ενεργού άνθρακα ή διαφημιστική μπλούζα «περιελίξεις-μοτέρ Μάκης», έτσι συμβαίνει και με τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε στους ανθρώπους μας· όσο πιο κοντινός μας είναι κάποιος, τόσο μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων θεωρούμε πως έχουμε, γι’ αυτό και νιώθουμε πως μπορούμε άνετα να ξεφύγουμε τόσο στα λόγια όσο και στις πράξεις, καθώς ποιος να μας πει τι; Όπως κι αν συμπεριφερθούμε εκείνοι είναι σαν το σπίτι μας, μας αγαπάνε όπως είμαστε, άρα θα είναι εκεί εσαεί. Λάθος;

Πάρε, για παράδειγμα, τους γονείς και τα αδέρφια σου· από τόσο δα πιτσιρικάκι, ενώ για όλο τον κόσμο μπορεί να ήσουν ένα λουλούδι σωστό, στο σπίτι πάντα έβγαζες μια γλώσσα δύο φορές όση το μπόι σου, έκανες ζημιές, γενικά μετατρεπόσουν στο Βελζεβούλ τον ίδιο, στα νήπια μπορεί να μην έδερνες τα παιδάκια, αλλά το μικρό σου αδερφάκι τις έτρωγε τις μπούφλες του πού και πού κι άλλα τέτοια χαριτωμένα. «Ποιος, μωρέ; Αυτό; Αυτό στόμα έχει και μιλιά δεν έχει!», έλεγαν όλοι κι η μαμά σου κουνούσε το κεφάλι με παραίτηση.

Και μέχρι σήμερα, εδώ που τα λέμε, ίσως λίγα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι γονείς σου είναι οι άνθρωποι στους οποίους θα βγάλεις τον πιο παιδιάστικό σου εαυτό, όπως τότε που ήσουν βρέφος και ξάπλωνες στους διαδρόμους του σουπερμάρκετ όποτε δε γινόταν το δικό σου. Άλλωστε, δεν είναι ψέμα πως, μέχρι τώρα, πέρα από μια παντοτινή αγκαλιά να χωθείς αποτελούν για εσένα τον πιο ανθεκτικό σάκο του μποξ κάθε φορά που θέλεις να βγάλεις κάτι από μέσα σου.

Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και τα γκομενικά, οι φιλίες ή οι συνεργασίες που κρατάνε επί σειρά (πολλών) ετών. Σκέψου, παραδείγματος χάριν, κάποια σχέση σου, τωρινή ή παλαιότερη· από ποιους ανθρώπους πήρες τα λιγότερα; Από εκείνους στους οποίους έδωσες τα περισσότερα, έτσι δεν είναι; Και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όσα περισσότερα σου χάριζε κάποιος, όσο πιο πολύ έδινε το παρόν στο πλευρό σου χωρίς να ζητάει ανταλλάγματα, τόσο πιο δεδομένο τον θεωρούσες κι άλλο τόσο πιο καθικάκι γινόσουν εσύ με τη σειρά σου.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή είναι στην ανθρώπινή μας φύση να πληγώνουμε με μεγαλύτερη ευκολία τους ανθρώπους που μας έχουν αποδείξει τόσο με πράξεις όσο και με λόγια πως μας αγαπάνε περισσότερο από όλους κι όλο αυτό καθώς η ασφάλεια που μας δημιουργεί η παρουσία τους μας δίνει, λανθασμένα βέβαια, το χαζό δικαίωμα να τεντώνουμε τα όριά τους, να τους δοκιμάζουμε για να δούμε μέχρι πού φτάνει η αγάπη τους (ή η ανοχή τους) και να επιβεβαιώνουμε τον εγωισμό μας κάθε φορά που μας δείχνουν ότι δεν άλλαξε τίποτα μέσα τους ακόμα και μετά το χιλιοστό πέμπτο άδικο ξέσπασμά μας, κάτι που είναι ανθρώπινο μεν, μα πέρα για πέρα λάθος δε.

Ακριβώς όπως φροντίζουμε το σπίτι μας, λοιπόν, επειδή το αγαπάμε για την ελευθερία κινήσεων που μας επιτρέπει, έτσι πρέπει να φροντίζουμε κι εκείνους τους ανθρώπους που θεωρούμε σπίτι μας. Ειδικά αν σκεφτούμε πως απ’ τη στιγμή που τα ντουβάρια του σπιτιού μας μπορούν ανά πάσα στιγμή να μας πλακώσουν, άρα δεν είναι τόσο δεδομένα όσο τα θεωρούμε, με την ίδια λογική, καλό θα ήταν να μη γινόμαστε οι ίδιοι ντουβάρια που παραπαίουν για τους ανθρώπους που μας αγαπάνε. Έτσι, απ’ την άλλη άκρη της τραμπάλας, ίσως το πράγμα αρχίζει να φτιάχνει και για τις δύο πλευρές.

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη