Υπολογιστές, κινητά, tablet· τα πληκτρολόγια και τα μικρά τους κουμπάκια που λατρεύουμε να μισούμε είναι πανταχού παρόντα. Γράφεις για να χαζολογήσεις με τους φίλους σου, γράφεις για να μαλώσεις με τη μάνα σου, γράφεις για να θυμίσεις στην αδερφή σου να αγοράσει γάλα, γράφεις για να στείλεις mail σε συνεργάτες σου, γενικά γράφεις, ρε παιδί μου. Γράφεις και σου γράφουν, ενίοτε και σε γράφουν. Γιατί τα πληκτρολόγια είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένα με τον έρωτα και την έκφραση συναισθημάτων, την οποία συχνά υποβοηθούν κι ακόμα συχνότερα σαμποτάρουν.

Το αρχικό μπλα-μπλα, που λες, είναι παιχνιδάκι· στέλνει ο γενναιότερος, ή τέλος πάντων αυτός με τη μεγαλύτερη κάψα, πετάει ένα «γεια, τι κάνεις», κολλάει κάπου στην κουβέντα κι από κανένα ηλίθιο sticker, γράφει και καμιά εξυπνάδα, γίνεται δουλίτσα. Περνάει μια εβδομάδα, δύο, τρεις κι έπειτα το αρχικό αούα που παθαίνεις με τον άλλον ή που ξεφουσκώνει επειδή μήνυμα το μήνυμα διαπιστώνεις πως είναι ένας ακόμα undercover ηλίθιος όπως κι η πλειοψηφία, ή που σοβαρεύει καθώς μίλα-μίλα ταιριάξανε τα χνώτα σας και τώρα ποιος σας ξεμπλέκει.

Και δεν είναι μόνο στις αρχές της σχέσης το νταβαντούρι των μηνυμάτων, είναι και στη μέση της, είναι και στο τέλος της, είναι στο περίπου της, αλλά και στο παραλίγο της. Όλα γυρίζουν γύρω από ένα «να στείλω ή να μη στείλω», από εκείνο το συναίσθημα ευχαρίστησης ή ντουβρουτζά στο «Ο Τάδε πληκτρολογεί…», στα «Διαβάστηκε» και τα αναβοσβήνοντα φωτάκια της προτιμώμενης εφαρμογής των εκάστοτε ερωτοχτυπημένων. Όλα καλά κι άγια λοιπόν, με μοναδικό αγκάθι εκείνο το backspace, το μακρόστενο κουμπάκι πάνω δεξιά που η χρησιμότητά του έγκειται αφενός στο να μας γλιτώνει από περιττές μαλακίες κι αφετέρου στο να μας ωθεί να είμαστε κότες λυράτες με τα πισωγυρίσματα που επιτρέπει.

Ναι, κότες, καθώς δεν υπάρχει κουμπί που να έχει ενθαρρύνει τη συναισθηματική δειλία περισσότερο από αυτό του backspace. Δε λέω, ίσως έχει αποτρέψει πολλούς τσακωμούς, ίσως σου έχει δώσει χρόνο να το ξανασκεφτείς πριν ξεστομίσεις χοντράδες, ίσως και να σου έκανε μεγάλο καλό τελικά· παραδείγματος χάριν στις περιπτώσεις που έκανες «χαχαχα» όλα εκείνα τα γάργαρα «τι μαλάκας Θεέ μου» που ανάβλυζαν απ’ την ψυχούλα σου, αλλά γενικά γνώριζες πως θεωρούνται politically incorrect οπότε και τα κατέπνιξες, δίνοντας βήμα στον πολιτισμένο διάλογο.

Σε βοήθησε λοιπόν σε πολλές περιπτώσεις να βάζεις τη λογική σου σε πολύ πιο περίοπτη θέση έναντι των συναισθημάτων σου, αναβαθμίζοντάς σε σε ον κοινωνικό κι αξιοπρεπές. Βασικά, ναι, ίσως κάνει περισσότερο καλό απ’ όσο κακό, μα ένα είναι σίγουρο: δεν υπάρχει κουμπί που να έχει κρύψει τόσες πολλές αλήθειες μαζεμένες, κι αυτό είναι κάτι που δεν του συγχωρείς κι εύκολα.

Σκέψου πόσα «μου» έκρυψε κατά καιρούς και κράτα λογαριασμό. Πόσα «μωρό μου» έκανε σκέτα ονόματα, πόση τρυφεράδα καταπίεσε μεταμφιέζοντάς τη σε δήθεν άνεση, πόσες φορές πήρε λέξεις γεμάτες αγάπη και τις ζόρισε να γίνουν τυπικές ακολουθίες γραμμάτων για να «μην εκτεθείς». Τουτέστιν, άνθρωποι που σε πλησίασαν δήθεν φιλικά έμειναν με το κουμπί στο χέρι κι ας ήθελαν να σου γράψουν με κεφαλαία γράμματα πόσο απελπισμένα σε γουστάρουν, ή έστω περίμεναν μια ζεστή σου αντίδραση που δεν ήρθε ποτέ για να μην ξανασβήσουν τις εξομολογήσεις τους λίγο πριν πατήσουν αποστολή.

Κι άντε αυτά διορθώνονται, λίγο θάρρος θέλει, κανένα ποτό παραπάνω κι η διαχυτικότητα δε μοιάζει πια τόσο τρομακτική όσο στην αρχή, τα στέλνεις εν τέλει τα γλυκόλογά σου κι ό,τι βρέξει. Τι γίνεται όμως με όλα εκείνα τα «σ’ αγαπάω ακόμη» ή τα «θέλω να σε δω», εκείνες τις συγγνώμες και τα «δεν μπορώ χωρίς την αγκαλιά σου, γαμώ το σπίτι μου» που έχει πάρει σβάρνα το κωλοκούμπι, μου λες; Ξέρεις πόσες δεύτερες ευκαιρίες χάθηκαν στο παρατεταμένο του πάτημα, πόσοι έρωτες βαφτίστηκαν ανολοκλήρωτοι εξαιτίας του, πόσες καρδούλες έμειναν σπασμένες επειδή κάποιος, κάπου, κάποτε, κάτι πήγε να στείλει και το μετάνιωσε στα μισά του δρόμου;

«Αχ» θαρρώ πως σε άκουσα να λες, «αχ» θα πω κι εγώ και θα συμφωνήσω μαζί σου· αλλά να ήταν μόνο αυτό; Δεν είναι. Είναι κι όλα εκείνα τα γαμωσταυρίδια που κρύφτηκαν πίσω από ένα ξερό «ΟΚ», τα καντήλια εκείνα που ίσως έπρεπε να ακουστούν μπας και στρώσει η άλλη πλευρά χαρακτήρα καθώς, όπως απέδειξε το πέρασμα του χρόνου, ο πολιτισμένος διάλογος στις σχέσεις έχει πολλά καλά, αλλά ούτε τα αίματα ανάβει, ούτε ξεκουνάει τον άλλον απ’ τη θέση του μπας και σκεφτεί πόσο σοβαρή ήταν η μαλακία που σου έκανε για να αξίζει τέτοιο ευχολόγιο και να τον κάνει ν’ αλλάξει συμπεριφορά.

Καμία σωτηρία, το βλέπεις, έτσι; Οι συνομιλίες με τον άνθρωπο που γουστάρεις/ αγαπάς/ σε καίει θα συνεχίσουν να μοιάζουν με ωρολογιακή βόμβα, ή έστω με παρτίδα σκάκι σατανικής δυσκολίας κι εσύ, εγώ ή ο οποιοσδήποτε, θα συνεχίσουμε να γράφουμε και να σβήνουμε μέχρι τελικής πτώσεως.

Επειδή έτσι προστατεύει κανείς τον εαυτό του από στραπάτσα, ορθογραφικά λάθη συναισθηματικής φύσεως και περιττές διαχύσεις. Όταν γράφεις είσαι ο μάστερ του πληκτρολογίου σου, ένας μικρός θεός που δεν εκτίθεται και δεν κάνει λάθος κινήσεις. Όταν γράφεις, ναι, επειδή τα μάτια είναι άλλη ιστορία, φίλε μου· εκεί ευτυχώς αργεί ακόμα να εφευρεθεί το backspace.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη