Η Κάτια είναι μαζί με τον Χρήστο από τότε που θυμάται τον εαυτό της· δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια, παρακαλώ. Απ’ τα είκοσι επτά τους, κι αφού ήταν ήδη επτά χρόνια μαζί, ο περίγυρός τους (εντελώς καλοπροαίρετα) άρχισε να τους ρωτάει πότε θα παντρευτούν και γιατί το τραβάνε τόσο. Τα παιδιά δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία, αλλά μπίρι-μπίρι, τρία χρόνια μετά, τα πετάξαμε τα ρύζια μας. «Επιτέλους θα το βουλώσουν» σκέφτηκε η Κάτια, καλοπροαίρετα κι αυτή, αλλά μπα, ο περίγυρος δεν πτοήθηκε· άρχισε να ρωτάει πότε θα κάνουν παιδάκι.

Κι οι δύο απαντούσαν πως δε βιάζονται, πως θα έρθει κι αυτό στην ώρα του, πως θέλουν να χαρούν βίο ξέγνοιαστο για όσο πάει. «Μα πώς;» σοκαριζόταν ο περίγυρος, «Τότε γιατί παντρευτήκατε; Να το χαρείτε τώρα που είσαστε νέοι, μετά δε θα έχετε αντοχές. Άντε, Κάτια, έπιασες τα τριάντα, τι περιμένεις; Οι γονείς σας αυτό περιμένουν για να χαρούν» κι άλλα τέτοια σχόλια, πάντα γεμάτα αγάπη κι ενδιαφέρον. Ώσπου τα παιδιά ανακοίνωσαν, ένα χρόνο μετά, πως περιμένουν το πρώτο τους μωράκι.

Χαρά, κακό, μέχρι που γεννήθηκε ο μπέμπης κι εκεί που έλεγε η Κάτια πως πάει, ησύχασαν, ο κόσμος άρχισε αυτό το χαριτωμένο «Τώρα; Πότε θα βάλουμε μπρος για το δεύτερο;». Σχεδόν απολογητικά απαντούσαν κι οι δύο πως μάλλον δε θέλουν δεύτερο, πως θα δούνε, πως ίσως καλά είναι έτσι οι τρεις τους, πως θα δείξει. Σοκ ο περίγυρος. «Τα παιδιά πρέπει να έχουν αδέρφια για να μάθουν να μοιράζονται. Να κοιτάξετε να μην έχουν μεγάλη διαφορά, για να είναι πιο εύκολο το μεγάλωμά τους. Τα χρόνια περνάνε, μετά θα θέλεις και δε θα μπορείς» και ξέρεις πώς πάει το πράγμα. Ναι, έκαναν και δεύτερο, δύο χρόνια μετά.

Δεύτερο, ναι, και πάλι μπέμπης. Το είδε η Κάτια να έρχεται το «Άντε, στο επόμενο κορίτσι!», όπως κι ήρθε. Πιο αποφασισμένο το ζευγάρι αυτή τη φορά, απαντούσε πως καλά είναι τα αγόρια τους, πως γι’ αυτούς δεν έχει σημασία το φύλο, πως γερά να είναι και δεν πειράζει που δε θα βάζουν στα μωρά φιογκάκια. Ναι, αλλά ο κόσμος, που ξέρει πάντα καλύτερα, απαντούσε πως άλλη χάρη έχουν τα κορίτσια, πως η τσαχπινιά μιας κόρης θα τρελαίνει τον Χρήστο κι εννοείται πως, ως κορίτσια, είναι πολύ πιο χρήσιμα καθώς «θα έχετε κάποιον να σας φέρει ένα ποτήρι νερό», λες κι οι άνθρωποι κάνουν παιδιά για να τους γηροκομήσουν ή τα αγόρια δεν ξέρουν να βάζουν νερό στα ποτήρια, ξέρω ‘γω.

Δεν το σχεδίαζαν το τρίτο, αλλά ήρθε· κι ήταν κορίτσι. Το ζευγάρι, αν κι αγχωμένο, σχεδόν ξεφύσησε ανακουφισμένο. Ο περίγυρος δε θα είχε να πει τίποτα πια. Και παντρεμένοι ήταν, και παιδιά όλων των λογιών είχαν, και τα πάντα. «Τρία παιδιά; Ποιος κάνει τρία παιδιά τη σημερινή εποχή; Καλά, πώς σας ήρθε; Χαρά στο κουράγιο σας. Κάτια, τώρα που σε βλέπω καλύτερα, λίγο κομμένη μου φαίνεσαι, δεν κοιμάσαι, ε;». Όλα από ενδιαφέρον, όλα από στοργή, όλα από αγάπη. Κι αν ήταν από αγάπη αυτά τα σχόλια, τότε γιατί έσφιγγαν τόσο πολύ το στομάχι της Κάτιας;

Ξέρεις, δεν είναι μόνο ο περίγυρος των παιδιών· είναι κι όλοι εκείνοι που όταν έβαζα πέντε-έξι κιλά μου έλεγαν πως πάχυνα, αλλά «μου πάει» (να το το ενδιαφέρον) κι όταν τα έχανα αναφωνούσαν πόσο μου πάει που αδυνάτισα (άρα πριν δε μου πήγαινε που ήμουν τσουπωτή) ή με συμβούλευαν να φάω επειδή «κρέμασαν τα μούτρα μου». Είναι όλοι εκείνοι που από αγάπη θα σου πουν «να μη βάφεσαι τόσο πολύ, μικρό κορίτσι είσαι» ή «βάλε παιδί μου λίγο ρουζάκι να σε ζωντανέψει, πώς κυκλοφορείς έτσι απεριποίητη;».

Αυτοί που θα σε ρωτήσουν γιατί χώρισες, που θα σε ενημερώσουν πως έβγαλες άσπρες τρίχες, λες και γκαβός είσαι,  είναι οι άνθρωποι που από τρυφερότητα θα σε ρωτήσουν αν είσαι άρρωστος, ενώ εσύ απλά δεν κοιμήθηκες καλά για τον χι ή ψι λόγο αλλά δεν έχεις καμία διάθεση να απολογείσαι σε κανένα μαλάκα πρωινιάτικα και, φυσικά, είναι όλοι αυτοί οι καλοκάγαθοι άνθρωποι που θα ανησυχήσουν για εσένα, επειδή δε βρήκες ακόμα τον άνθρωπό σου, καθώς πέρασες τα τριάντα και «τι σου λείπει;».

Κι αν τους βάλεις όλους σε μια σειρά, θα σου ορκιστούν, ίσως σε πείσουν κιόλας, πως είναι άνθρωποι με καλές προθέσεις, γεμάτοι αγάπη, πως γι’ αυτό σου τα λένε, επειδή νοιάζονται. Θα σου πουν πως όλες τους οι παραινέσεις και νουθεσίες έχουν αγαθό σκοπό, πως θέλουν μόνο το καλό σου. Μην τσιμπάς, αγενείς κι αδιάκριτοι του κερατά είναι, καθώς η αγάπη και το ενδιαφέρον πρώτον, καλό είναι να προέρχονται από ανθρώπους που έχουν πάρει την άδειά σου για να τα εκφράζουν, όπως οι γονείς σου κι οι πολύ κολλητοί σου –κι ουχί η θεία σου η Βούλα που τη βλέπεις μια φορά την πενταετία ή η γειτόνισσα– και δεύτερον, είναι αισθήματα που δεν προκαλούν ποτέ εκείνη την αναγούλα του άγχους, παρά μόνο ζεστασιά και τροφή για σκέψη.

Διακριτικότητα το λένε αυτό που τους λείπει, αλλά πού καιρός για να αναπτύξουν οι άνθρωποι αρετές τις οποίες δεν καλλιέργησαν όταν ήταν η ώρα τους; Ξέρεις, ο κόσμος μπορεί να περνάει μια κακή μέρα, ή μια χρονιά που πάει σκατά απ’ την ανατολή της, εγώ μπορεί χθες βράδυ να χώρισα ή να πέθανε ο σκύλος μου, ένα ζευγάρι μπορεί να μην κάνει παιδιά επειδή συντρέχει κάποιος ιατρικός λόγος, ένας άνθρωπος μπορεί να έχει μια αρρώστια ψυχολογική ή σωματική για την οποία δε θέλει να δώσει λογαριασμό και, γενικά, κανένας δεν είναι αναγκασμένος να απαντάει σε αδιακρισίες απαίδευτων και να χαρακτηρίζεται αγενής, όταν έχει να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη αγένεια όλων, την αδιακρισία.

Άραγε, θα το έβλεπαν σαν ενδιαφέρον αν τους έκανες αντίστοιχες ερωτήσεις, πάντα με αγάπη κι εσύ με τη σειρά σου; Δεν ξέρω, ίσως ναι, ίσως όχι. Εμένα πάντως δε χάρηκε η κυρία απ’ τη διπλανή πολυκατοικία όταν μου είπε πως λογικό που δεν παντρεύτηκα έτσι αργά που γυρνάω και τη ρώτησα πού ξέρει τι ώρα γυρνάω, κι αν την ενημερώνει ο άντρας της που γυρνάει την ίδια ώρα με εμένα.

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη