Περπατούσα στην Άνω Πόλη επιστρέφοντας από την οδοντίατρο.

Πρέπει να ήταν γύρω στις πέντε παρά και ήδη είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ήταν από εκείνες τις ζεστές μέρες του χειμώνα που αν είσαι τυχερός, θα βρεις μια θέση στα παγκάκια που γεμίζουν τα Κάστρα με ρομαντικούς, που πηγαίνουν να δουν το ηλιοβασίλεμα.

Βρήκα μια θέση και κάθισα δίπλα της. Δε μου έδωσε σημασία, γιατί μιλούσε στο τηλέφωνο.

«Θα σου τα πω το βράδυ που θα γυρίσω. Να με περιμένεις, μην κοιμηθείς!»

Άκουσα μια αντρική φωνή από την άλλη πλευρά της γραμμής, να της λέει πως δεν μπορεί να κοιμηθεί αν δεν την έχει στην αγκαλιά του και φαντάστηκα πως είναι από εκείνα τα ζευγάρια που στις αρχές δεν μπορεί ο ένας μακριά από τον άλλο.

Έκλεισε το τηλέφωνο χαρούμενη και τότε συνειδητοποίησε πως καθόμουν δίπλα της κι άκουγα τη συζήτηση. Της χαμογέλασα αμήχανα.

«Με τον Στέλιο είμαστε μαζί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Γνωριστήκαμε πριν δεκαπέντε χρόνια περίπου, όταν ήμασταν συμφοιτητές», γύρισε και μου είπε αυθόρμητα.

«Έχουμε περάσει δια πυρός και σιδήρου, αλλά κάθε βράδυ ό,τι κι αν γίνει, με παίρνει στην αγκαλιά του. Ξέρεις πόση δύναμη έχει μια αγκαλιά; Να την κάνεις με όλη σου την ψυχή όμως.»

Δε θυμόμουν. Δεν έχω αγκαλιάσει πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου έτσι. Δύο φορές πρέπει να ήταν αν θυμάμαι καλά, και τους δύο τους άφησα να φύγουν. Είχα ξεχάσει και το συναίσθημα του να πνίγεσαι κυριολεκτικά από αγάπη.

 «Είναι παρήγορο να έχεις περάσει μια δύσκολη μέρα και στο τέλος της να ξαπλώνεις στην αγκαλιά ενός ανθρώπου που κι εκείνος έχει ανάγκη τη δική σου. Τα σώματα που αγκαλιάζονται θεραπεύονται, αποφορτίζονται. Και το «θεραπεύονται» το λέω χωρίς εισαγωγικά.»

«Πώς το έχετε καταφέρει; Προβλήματα δεν έχετε; Δεν μαλώνετε;», ρώτησα με το αμήχανο ύφος μου που δεν είχε φύγει ακόμα.

«Οι άνθρωποι που αγαπιούνται φτιάχνουν το δικό τους μικρόκοσμο. Ζουν εκεί μέσα αφήνοντας έξω τα προβλήματα και το άγχος.

Εμείς αποφασίσαμε να συζήσουμε όχι για το σεξ, αλλά γιατί δε μπορούσε ο ένας χωρίς την αγκαλιά του άλλου.  

Η ζωή υποφέρεται πιο εύκολα όταν έχεις κάτι να περιμένεις το βράδυ που θα επιστρέψεις κουρασμένος κι εκνευρισμένος σπίτι

Αναρωτήθηκα αν είναι πραγματικά τόσο απλές οι σχέσεις.

 «Δε σου τα ωραιοποιώ», μου είπε.

«Ο Στέλιος κι εγώ δεν είμαστε τίποτα υπεράνθρωποι.

Έχουμε πάρα πολλά προβλήματα, αλλά μέσα στην καθημερινότητα που μας τρώει, δεν ξεχάσαμε στιγμή τα αυτονόητα. Να αγαπιόμαστε.

Κι αυτό το δείχνουμε έστω με αυτή την αγκαλιά που είναι η μικρή μας ιεροτελεστία, έτσι το έχουμε δει. Ακόμη κι αν η φλόγα σβήσει κάποια στιγμή μεταξύ μας, εμείς θα έχουμε πάντα αυτό. Και πίστεψέ με, είναι αρκετό για δύο ανθρώπους που έχουν νιώσει και πονέσει βαθιά ο ένας τον άλλο.»

Και τι κοστίζει μια αγκαλιά; Δεν χρειάζεται να έχεις φράγκο στην τσέπη για να την αποκτήσεις.

Το μόνο που αρκεί να έχεις είναι το συναίσθημα. Να το έχεις και να το κρατήσεις, γιατί είναι το μόνο που μας έμεινε πλέον.

Τόσα γεμάτα σπίτια εκεί έξω, κι όμως τόσες άδειες αγκαλιές που ψάχνουν να βρουν το ταίρι τους. Αλλά και άλλες, που το έχουν, που συνυπάρχουν και που ξεχνούν αυτή τη μικρή αλλά ανεκτίμητης αξίας ένδειξη αγάπης.

«Και πώς…»

«Σσσσς», μου είπε. «Κοίτα τα χρώματα που πήρε ο ουρανός. Αυτό το μωβ-ροζ περίμενα τόση ώρα, γι’αυτό ήρθα. Περιμένω να δύσει ο ήλιος για να πάω σπίτι. Δεν έχει νόημα να σου πω άλλα, γιατί με τις λέξεις, τα συναισθήματα χάνουν την ομορφιά τους.»

Τη χαιρέτησα, και πριν απομακρυνθώ μου φώναξε «Βρες έναν άνθρωπο του οποίου την αγκαλιά θα ζητάς κάθε βράδυ και τότε θα θυμηθείς τι είναι ευτυχία. Κι αν έφυγε, τρέξε να τον βρεις.»

Της χαμογέλασα κι έβγαλα το κινητό απ’ την τσέπη.

Συντάκτης: Μαίρη Βασιλοπούλου