Ο ιατρός Πέτρος Σιφναίος, πρωτοπόρος στους κλάδους της βραχείας δυναμικής ψυχοθεραπείας και ψυχοσωματικής Ιατρικής, έδωσε έναν όρο για όλους τους ανθρώπους που δεν μπορούν να περιγράψουν τα συναισθήματά τους: «Αλεξιθυμία». Ετυμολογικά αναλύεται ως εξής: στερητικό α (στερητικό, έλλειψη) + λέξις( λέξη) + θυμός (συγκίνηση), δηλαδή έλλειψη λέξεων για τα συναισθήματα.

Είναι σίγουρο ότι στο στενό περιβάλλον μας, είτε στο ευρύτερο, έχουμε έρθει σε επαφή με άτομα που έχουν τα χαρακτηριστικά του αλεξιθυμικού ατόμου. Για παράδειγμα, κάποιος μας περιέγραψε μια κατάσταση έντονη όπου ο ίδιος ήταν παρών. Στην ερώτηση πώς ένιωσε μέσα σε αυτή την κατάσταση, η απάντηση περιορίζεται στην περιγραφή χωρίς συναίσθημα.

Οι αλεξιθυμικοί αντιλαμβάνονται τα συναισθήματα, αλλά δεν μπορούν να μιλήσουν και να τα εξηγήσουν. Τα δυο τμήματα του εγκεφάλου (αυτό που παράγει το συναίσθημα κι αυτό που το επεξεργάζεται) λειτουργούν απολύτως φυσιολογικά, όμως μεταξύ τους δεν υπάρχει σύνδεση. Έτσι, δεν μπορούν να βρουν λέξεις (τα λεκτικά κέντρα) για να περιγράψουν το συναίσθημα. Τόσο απλός και ταυτόχρονα τόσο περίπλοκος, λοιπόν, όλος αυτός ο μηχανισμός περιγραφής συναισθημάτων.

Δυσκολία έκφρασης των συναισθημάτων, έλλειψη φαντασίας, περιορισμένο συναισθηματικό λεξιλόγιο, δυσκολία διαχωρισμού συναισθημάτων, σύγχυση μεταξύ του συναισθήματος και της σωματικής ενόχλησης. Ο περίγυρος ενός αλεξιθυμικού ατόμου έχει γι’ αυτόν την εικόνα του υπερβολικά ορθολογιστή ή συναισθηματικά απαθή. Στην πραγματικότητα, οι συναισθηματικές αντιδράσεις των άλλων του προκαλούν σύγχυση. Σε πρακτικές ερωτήσεις είναι πολύ αναλυτικός και ξέρει να διαχειρίζεται άριστα πρακτικά θέματα.

Οι προσωπικές αποφάσεις παίρνονται με βάση τις αρχές κι όχι το συναίσθημα, το οποίο κι αντιλαμβάνεται, αλλά φοβάται. Τα αλεξιθυμικά άτομα έχουν ανεξήγητους πονοκεφάλους, ταχυκαρδίες, πόνο στο στομάχι. Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι ίσως γνωστά σε αρκετούς ανθρώπους. Η αλεξιθυμία δεν αποτελεί, εξάλλου, ασθένεια. Είναι ένα στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου.

Είναι ένας σχετικά νέος όρος για τον ελληνικό πληθυσμό σε σχέση με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, κι αυτό γιατί στην ελληνική κουλτούρα και στα ελληνικά χαρακτηριστικά  αυτό το στοιχείο της προσωπικότητας μοιάζει με ξένο και διαφορετικό. Πολλές κοινωνικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί απ’ το Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών (συμπεράσματα των οποίων και παραθέτω στο κείμενο) έχουν δείξει ότι στη χώρα μας τα ποσοστά των αλεξιθυμικών ατόμων είναι υψηλά κι οι περισσότεροι είναι άντρες.

Είναι συνηθισμένο παράπονο πολλών γυναικών ότι ο σύντροφος, φίλος ή σύζυγός τους δεν τους εκφράζει τα συναισθήματά του. Σε μια κοινωνία όπου ο άντρας οφείλει να είναι ο δυνατός, «γιατί οι άντρες δεν κλαίνε, δε λυγίζουν, δε μιλάνε, δεν εκφράζονται τρυφερά», στερεότυπα που από μικρή ηλικία περνάνε στα μικρά αγόρια, εκκολαπτόμενοι αλεξιθυμικοί άντρες πλάθονται.

Οι μητέρες των αλεξιθυμικών ατόμων, όταν ήταν μικρά, δεν τα ενθάρρυναν να περιγράψουν το συναίσθημά τους. Ναι, μπορεί να εκπαιδευτεί ο άνθρωπος και να εξελίξει αυτό το στοιχείο της προσωπικότητάς του. Αυτά τα κοινωνικοπολιτισμικά αίτια μπορούν να αποτελέσουν βασική αιτία πρόκλησης αλεξιθυμικών συμπεριφορών. Φυσικά, υπάρχουν κι οργανικά και νευρολογικά αίτια που αφορούν κάποια γενετική ανωμαλία. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πιο έντονα τα χαρακτηριστικά.

Η αλεξιθυμία είναι μια κατάσταση που μπορεί να αντιμετωπιστεί όταν αυτή δεν έχει νευρολογικά αίτια. Ο έρωτας, για παράδειγμα, ένα πολύ έντονο συναίσθημα, μπορεί να ενεργοποιήσει το αλεξιθυμικό άτομο. Χρειάζεται υπομονή κι επιμονή, γιατί τις περισσότερες φορές το άτομο που χαρακτηρίζεται από αλεξιθυμία νιώθει άβολα, αφού αντιλαμβάνεται ότι κάτι έντονο συμβαίνει κι η ασφαλής επιλογή του είναι η φυγή.

Συνήθως, επιλέγουν να συνυπάρχουν με άτομα που δε θα τους κινητοποιούν  και θα τους αφήνουν μέσα στη λήθη της μονοδιάστατης και χωρίς συναίσθημα ζωής τους. Η καλλιέργεια της συναισθηματικής νοημοσύνης, λοιπόν, με υπομονή και κατανόηση είναι ο δρόμος για να βγάλει ένα άτομο το στοιχείο της αλεξιθυμίας απ’ την προσωπικότητά του.

 

Συντάκτης: Ευαγγελία Βεργανελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη