Μην ανησυχείς. Δεν έγινε και τίποτα σπουδαίο. Της σειράς ήσουν κι εσύ και πέρασες. Καλά να είσαι. Τρέχα να τους πεις πως θα σε κατηγορήσω. Με μένα τα ‘χω. Εσύ, βλέπεις, τα βρήκες όλα εύκολα να μου τα πεις κι εγώ εύκολα τα δέχτηκα. Άδικα δε θα θυματοποιηθώ.

Ωστόσο, λίγο παράπονο το δικαιούμαι. Που άδικα επένδυσα, επενδύθηκα, που σ’ έκανα σπίτι μου και τώρα αφημένη σου γράφω μονολόγους στους πέντε δρόμους. Και τελικώς, δεν το γνωρίζω ποιανού είναι το λάθος. Αν φταις εσύ που μ’ έφερες στα μέτρα σου ή αν φταίω εγώ που δέχθηκα να χιλιοκοπώ για να έρθω στα δικά σου.

Και τι στα γράφω αυτά, άδικος κόπος. Διότι ανούσια στα λέω, αφού ποτέ σου δεν ακούς κι ανούσια υποσχόμαστε πως κάποτε, σε χρόνους καλύτερους και μελλοντικούς, τα λάθη μας ποτέ δε θα επαναληφθούνε. Και κάθομαι και σκέφτομαι και μας θυμώνω.

Αγαπημένε. Μετά από πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες, το έβγαλα νομίζω το συμπέρασμά μου. Ξέρω δε θα σε βρει σύμφωνο. Δε με πειράζει. Σου κρατώ αποδεικτικό στοιχείο, την απουσία σου την όλη.

Άλλα νομίζουμε, άλλα ελπίζουμε κι άλλα αξίζουμε. Κι αυτό ίσως σου ακούγεται εσένα λογικό μα εγώ αρνούμαι να το δεχτώ. Κι όλο έτσι είναι ο άνθρωπος. Αμαθής κι αδιόρθωτος. Και πάντα θα φεύγει και πάντα θα αρνείται κι εκεί που θα λέει πως απλώνει άγκυρα, θα σου λέει πως φεύγει να ξαναπροσπαθήσει.

Και στη ζωή όλα θα λύνονται και πάντα κάτι θα μένει άλυτο. Και πάντα από πίσω θα παραμονεύει ο ένας που δεν έμεινε, δεν πρόλαβε, δεν κατάλαβε. Στην αρχή, θα είναι ευκολότερο. Είσαι πιο ευέλικτος στις μετακινήσεις. Με τον καιρό κουράζεσαι. Γιατί έχεις πάει σε δυο-τρεις τόπους κι έχεις δει δυο-τρία πράγματα και το γέμισες το μάτι σου.

Κι εσύ, που μέχρι τώρα την έχεις κοστολογήσει την αξία σου, μαζεύεις ό,τι έχεις και λες κάπου να το εναποθέσεις. Θεωρητικά τώρα, το βρίσκεις και πραγματικά νομίζεις πως τον βρήκες τον σχεσιακό παράδεισό σου. Κι όλα όμορφα κι εσύ δίνεσαι και χάνεσαι, γιατί μία φορά συμβαίνουν αυτά κι οφείλεις να το ζήσεις.

Μες στη χαρά σου χτίζεις πύργους και λες «Κοίτα ο Θεός τι έφτιαξα» κι «Εδώ πάντα θα μείνω». Και βέβαια, καλά κάνεις κι ελπίζεις, γιατί ως ένα μέρος σου το οφείλεις μα κάπου έρχεται και το γλυκό χαλάει. Αρχίζεις και βλέπεις τις ρωγμές, Κανά-δυο σάπια κουφώματα και λες «Μετά από τόση προσπάθεια, ε όχι, δεν τ’ αξίζω».

Κι αυτή, για να καταλάβεις, είναι η μικρογραφία κάθε, περίπου, σχέσης. Την ψάχνεις, τη βρίσκεις, νομίζεις πως σου κάνει -γι’ αυτό και άλλωστε τη χτίζεις- κι ύστερα που σου τελειώνει το βρίσκεις λογικό, γιατί ποτέ στ’ αλήθεια δε σου άξιζε.

Τουλάχιστον, την ξέρεις τη ροή. Πώς πάνε τα πράγματα και πώς έρχονται. Θα ξεχαστούνε. Κι εσύ, ας το ελπίσουμε, πως θα θυμάσαι. Να μην πάνε τα πράγματα και να μην ξανάρθουν έτσι. Και τώρα κοιμήσου. Απ’ αύριο παράπονα θα έχεις άλλα.

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη