Σ’ αγαπώ. Μείνε. Για πάντα. Σε θέλω.

Το πήραμε ανάποδα. Ίσως και λανθασμένα. Ακουμπήσαμε απότομα σαν να μην υπήρχε αμφιβολία πως τα σημεία μας θα εφάπτονταν. Σηκώσαμε τα χέρια ευθεία, μπρος και με βήμα σταθερό περπατήσαμε ο ένας μες στον άλλον. Ύστερα, γίναμε ένα και γι’ αυτό εαυτό εγώ δεν μπορώ να ξεχωρίσω.

Όταν στα σημεία μας ταιριάξαμε και δεν υπήρχε κάτι άλλο πια να μάθεις και να μάθω για εσένα, μιλήσαμε για έρωτα. Κι αυτός μας φάνηκε άγνωστος ή ασήμαντος, γιατί έτσι, ασήμαντα του φερθήκαμε κι εμείς. Την κουβέντα μετά την κόψαμε, γιατί είναι πάντα λίγος ο χρόνος να μιλάς για πράγματα πεζά.

Πεζός είναι έρωτας κι εμείς συνολικά στο βάθος μας, ουσία. Εμείς επιλεχτήκαμε. Μόνοι μας. Η τύχη, μας εγκατέλειψε εκεί που μας έφερε μαζί. Ό,τι βλέπεις είναι κτίσμα ολόδικό μας, γι’ αυτό θα δεις και ρωγμές και πασαλείμματα.

Τα περισσότερα γίνανε από ταχύτητα κι αφέλεια. Και κοίτα να δεις, πώς και τα δύο πού και πού μοιάζουν να ‘ναι ένα. Εμπεριέχεται πάντοτε λίγη αφέλεια στην ταχύτητα. Καταλήγω τελικώς, πως όλα είναι γύρω μας σχεδιασμένα να μας φτιάχνουν πάντα από δύο, ένα.

Στο ίδιο κατέληξες κι εσύ, γι’ αυτό και δε διστάσαμε να ομολογήσουμε απ’ το τρίτο κοίταγμα πως νιώσαμε αγάπη. Αγάπη. Σαν να το ‘θελες κι εσύ κι εγώ να πνιγούμε ο ένας μες στον άλλον. Κι ήρθε κι η αγάπη κι αυτή, σαν συνηθισμένη.

Σαν από πάντα μου να σ’ αγαπούσα και σαν να ήξερες πώς να με αγαπήσεις κι εσύ. Κι επειδή η αγάπη είναι βολική, βολευτήκαμε κι οι δυο μας. Ακούμπησες εσύ επάνω μου κι εγώ απλώθηκα σ’ ό,τι εσύ πάνω μου είχες πρώτα ακουμπήσει.

Μετά πάλι αναρωτηθήκαμε. Ο έρωτας; Εγώ ήξερα αμέσως να σου απαντήσω, όμως εσύ κρατούσες στάση διστακτική. Κατέβασες το βλέμμα σου και σαν από ντροπή, σιώπησες. Πού είναι ο έρωτας; Ή μάλλον, ποιος; Γιατί στην ταυτοποίηση ειν’ το θέμα.

Κοιτάξαμε παντού. Αριστερά, δεξιά, στα σκονισμένα ράφια, στις γωνίες. Τα κάναμε όλα άνω-κάτω. Εύρημα μηδενικό. Μετά θυμήθηκα τις κλειστές τις πόρτες. Δεν κοιτάξαμε πίσω απ’ τις πόρτες. Πήγα, άνοιξα μία, να ο έρωτας. Μικρός, δειλός, φοβισμένος. Ρακένδυτος, μουτζουρωμένος, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω στα γόνατα. Έτσι που απόγινε, πώς να τον αναγνωρίσεις;

Στον έφερα έξω, τον κοίταξες. Δε σου έμοιαζε όπως ο παλιός. Ο παλιός ήταν παιδί. Τούτος εδώ, μεγάλωσε. Έχει προβλήματα, σκοτεινιάζει. Κοίτα, σου είπα. «Κι εμείς λέγαμε πως δεν υπήρχε». Δε φταίω εγώ, μου είπες. «Αυτός άλλαξε μορφή».

Συμφώνησα. Κι εγώ αλλιώς τον θυμόμουν τον έρωτα. Όμως σκέψου. Έτσι, όπως ήτανε παλιά, τον θυμάσαι; Σ’ ανατριχιάζει; Μάλλον όχι. Ο δικός μας, ο περίεργος όμως, θα σου μείνει. Γιατί ακριβώς είναι περίεργος κι αλλάζει. Τι τον θες; Θα γίνει.

Μεγάλωσες, ήθελες έρωτες σπουδαίους, που ν’ αντέχουν. Τι περίμενες να πάρεις; Ήθελες έρωτες αληθινούς, ορίστε. Πιο αληθινός, πεθαίνει. Εγώ για εσένα, πεθαίνω. Κι είναι αφελές, παρορμητικό κι ηλίθιο. Εγώ όμως, το λέω ρεαλιστικό. Αυτό είναι ο έρωτας.

Τα μάτια σου τώρα φωτίζουν. Πάντα φωτίζουν κάθε που βλέπεις κάτι και σ’ αρέσει. Με ευκαιρία, να σου πω κι εγώ πόσο μ’ αρέσεις. Ίσως τώρα να φωτίζουν και τα δικά μου μάτια. Ερχόμαστε κοντά κι απ’ το πουθενά, γεννιέται πάθος.

Με κρατάς. Σε κρατάω κι εγώ. Με κοιτάς, σε παρατηρώ κι αντίστροφα. Είμαστε τόσο κοντά, που η ανάσα σου με καίει. Η καρδιά σου χτυπάει. Δεν τη θυμάμαι να έχει χτυπήσει ποτέ ξανά έτσι, δυνατά. Εμείς που λέγαμε πως δε θα ερωτευτούμε. Γελάς και γελάω. Η λογική μας έκανε ηλίθιους.

Κι όμως, καμιά μέρα θα ερωτευτούμε και θα τρέχουμε. Αν και στο μέσα μας είμαστε ήδη ερωτευμένοι και φευγάτοι. Τρέχουμε. Τρέχουμε απ’ τους άλλους, τους ίδιους και τους ίδιους. Αυτοί φταίνε. Μας αμφισβήτησαν. Τρέχουμε απ’ τα λίγα. Εμάς μας αξίζουν περισσότερα. Τρέχουμε απ’ τη φάκα τους. Δε χωράει πάθη κι ερωτευμένους. Να φύγουμε.

Θέλω να σε ερωτευτώ μακριά από δω. Μακριά απ’ αυτούς. Να ‘χω τον χρόνο μου να σε παρατηρήσω. Θα ερωτευτούμε. Μέχρι τότε, άσε με λίγο να σε χορτάσω.

 

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη